λιναῖος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=λιναῑος, -αία, -ον (Α) [[λίνον]]<br /><b>1.</b> [[σχετικός]] με το [[λίνο]] («λιναῑος [[φόρος]]», πάπ.)<br /><b>2.</b> παρασκευασμένος από [[λίνο]] ή από λινό ύφασμα («θώρακες | |mltxt=λιναῑος, -αία, -ον (Α) [[λίνον]]<br /><b>1.</b> [[σχετικός]] με το [[λίνο]] («λιναῑος [[φόρος]]», πάπ.)<br /><b>2.</b> παρασκευασμένος από [[λίνο]] ή από λινό ύφασμα («θώρακες λιναῖοι», Αιν.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 28 March 2021
English (LSJ)
α, ον, A pertaining to flax, φόρος flax-tax, PBaden19.32 (ii A. D.). 2 made of flax or linen, Hp.Steril.221, Morb.2.34. (Perh. always a misspelling of λίνεος: λίναια <·ἔρια>, Hsch. is a misspelling of λήνεα.)
German (Pape)
[Seite 48] = λίνειος, zw., Lob. zu Phryn. p. 147; – ἡ λιναία, Strick, Seil.
Greek Monolingual
λιναῑος, -αία, -ον (Α) λίνον
1. σχετικός με το λίνο («λιναῑος φόρος», πάπ.)
2. παρασκευασμένος από λίνο ή από λινό ύφασμα («θώρακες λιναῖοι», Αιν.).