μακραίων: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η, θηλ. και μακραίωνη (Α [[μακραίων]], -ωνος)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί πολύ, πολλούς αιώνες, [[μακροχρόνιος]] (α. «η μακραίωνη [[ιστορία]]» β. «[[μακραίων]] [[βίος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ζει [[πολλά]] [[χρόνια]], [[μακρόβιος]], [[πολύχρονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αἰών]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>αίων</i>, <i>ευ</i>-<i>αίων</i>)].
|mltxt=ο, η, θηλ. και μακραίωνη (Α [[μακραίων]], -ωνος)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί πολύ, πολλούς αιώνες, [[μακροχρόνιος]] (α. «η μακραίωνη [[ιστορία]]» β. «[[μακραίων]] [[βίος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ζει [[πολλά]] [[χρόνια]], [[μακρόβιος]], [[πολύχρονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αἰών]] ([[πρβλ]]. <i>δυσ</i>-<i>αίων</i>, <i>ευ</i>-<i>αίων</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακραίων Medium diacritics: μακραίων Low diacritics: μακραίων Capitals: ΜΑΚΡΑΙΩΝ
Transliteration A: makraíōn Transliteration B: makraiōn Transliteration C: makraion Beta Code: makrai/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, ἡ, A lasting long, βίος A.Fr.350 (dub.), S.OT518; μακραίωνι… σχολᾷ Id.Aj.193 (lyr.). 2 of persons, long-lived, aged, Id.OC152 (lyr.); Μοῖραι μ. Id.Ant.987 (lyr.); τίς τῶν μ.; who of the immortals? Id.OT1099 (lyr.); μ. λαός Tim.Pers.219; of the stars, Corn.ND17.

Greek (Liddell-Scott)

μακραίων: -ωνος, ὁ, ἡ, (μακρὸς) διαρκῶν ἐπὶ πολύ, μακροχρόνιος, πολυχρόνιος, βίος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281, Σοφ. Ο. Τ. 518· μακραίωνι... σχολᾷ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 194, ἔνθα (καθ’ ἃ παρατηρεῖ ὁ Δινδ.) τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ λέξιν τινὰ ὡς π.χ.: μακρᾱμέρῳ. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ μακρόβιος, Σοφ. Ο. Κ. 150· Μοῖραι μ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 987· τίς τᾶν μακραιώνων, δηλ. τῶν Νυμφῶν, αἵτινες καί περ μὴ οὖσαι αθάνατοι, ἦσαν μακρόβιοι σφόδρα, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1099.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
1 qui dure longtemps;
2 qui vit longtemps, vieux ; immortel.
Étymologie: μακρός, αἰών.

Greek Monolingual

ο, η, θηλ. και μακραίωνη (Α μακραίων, -ωνος)
1. αυτός που διαρκεί πολύ, πολλούς αιώνες, μακροχρόνιος (α. «η μακραίωνη ιστορία» β. «μακραίων βίος», Αισχύλ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος, πολύχρονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + αἰών (πρβλ. δυσ-αίων, ευ-αίων)].

Greek Monotonic

μακραίων: -ωνος, ὁ, ἡ (μακρός),·
1. μακροχρόνιος, σε Σοφ.
2. λέγεται για ανθρώπους, μακρόβιος, ηλικιωμένος, στον ίδ.· οἱ μακραίωνες, οι αθάνατοι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μακραίων: ωνος adj.
1) долгий, продолжительный (βίος Eur.);
2) долговечный, долго живущий (sc. Οἰδίπους Soph.);
3) бессмертный (Μοῖραι Soph.).

Middle Liddell

μακρ-αίων, ωνος, ὁ, ἡ, μακρός
1. lasting long, Soph.
2. of persons, long-lived, aged, Soph.; οἱ μακραίωνες the immortals, Soph.

English (Woodhouse)

aged, long, lasting long

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)