μελάμπους: Difference between revisions
From LSJ
ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν → he forged the tongue on the anvil of no lies
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melampous | |Transliteration C=melampous | ||
|Beta Code=mela/mpous | |Beta Code=mela/mpous | ||
|Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[blackfooted]], ancient | |Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[blackfooted]], ancient [[epithet]] of the Egyptians, <span class="bibl">Apollod.2.1.4</span>, <span class="bibl">Eust.37.23</span>: in Hom. only as pr. n., <span class="title">Blackfoot.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:25, 23 May 2021
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A blackfooted, ancient epithet of the Egyptians, Apollod.2.1.4, Eust.37.23: in Hom. only as pr. n., Blackfoot.
German (Pape)
[Seite 118] πουν, gen. ποδος, schwarzfüßig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μελάμπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων μέλανας πόδας, ἀρχαῖον ἐπίθ. τῶν Αἰγυπτίων, Ἀπολλόδ. 2. 1, 4· παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύριον ὄνομα.
Greek Monolingual
μελάμπους, -ουν (ΑM, Α και μελανόπους, -ουν)
αυτός που έχει μαύρα πόδια
2. συνεκδ. μαύρος, μελαψός
μσν.
(για τη νύχτα) σκοτεινός, ζοφερός, μαύρος
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μελάμποδες
προσωνυμία τών Αιγυπτίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πούς, ποδός (πρβλ. Οιδί-πους, τετρά-πους)].