μελαναυγής: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελαναυγής]], -ές (ΑM)<br />αυτός που έχει μαύρη όψη, σκοτεινή [[λάμψη]], [[μελαμφαής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αυγή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυαν</i>-<i>αυγής</i>, <i>πυρ</i>-<i>αυγής</i>].
|mltxt=[[μελαναυγής]], -ές (ΑM)<br />αυτός που έχει μαύρη όψη, σκοτεινή [[λάμψη]], [[μελαμφαής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αυγή]]), [[πρβλ]]. <i>κυαν</i>-<i>αυγής</i>, <i>πυρ</i>-<i>αυγής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰναυγής Medium diacritics: μελαναυγής Low diacritics: μελαναυγής Capitals: ΜΕΛΑΝΑΥΓΗΣ
Transliteration A: melanaugḗs Transliteration B: melanaugēs Transliteration C: melanavgis Beta Code: melanaugh/s

English (LSJ)

ές, A dark-gleaming, νασμός E.Hec.153 (anap.), cf. Orph.A.513.

German (Pape)

[Seite 119] ές, schwarz scheinend, dunkel, νασμὸς μ., das Blut, Eur. Hec. 152.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰναυγής: -ές, σκοτεινῶς λάμπων, νασμὸς Εὐρ. Ἑκ. 154· - ποιητ. θηλ. μελαναυγέτις, ιδος, Ὀρφ. Ἀργ. 515, ἐκ διορθώσ. τοῦ Ἑρμάννου.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui est d’un noir brillant.
Étymologie: μέλας, αὐγή.

Greek Monolingual

μελαναυγής, -ές (ΑM)
αυτός που έχει μαύρη όψη, σκοτεινή λάμψη, μελαμφαής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -αυγής (< αυγή), πρβλ. κυαν-αυγής, πυρ-αυγής].

Greek Monotonic

μελᾰναυγής: -ές (αὐγή), αυτός που εκπέμπει σκοτεινή λάμψη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μελᾰναυγής: отливающий черным, т. е. темный (νασμός Eur.).

Middle Liddell

μελᾰν-αυγής, ές αὐγή
dark-gleaming, Eur.