μνησιπήμων: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μνησιπήμων]], -ον (Α)<br />αυτός που υπενθυμίζει τα παθήματα, τη [[δυστυχία]] ή αυτός που προέρχεται από την [[ανάμνηση]] τών παθημάτων («στάζει... πρὸ καρδίας, [[μνησιπήμων]] [[πόνος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μνησι</i>-, σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ.</b> <i>μι</i>-<i>μνή</i>-<i>σκω</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[πήμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πῆμα]] «[[πάθημα]]»), | |mltxt=[[μνησιπήμων]], -ον (Α)<br />αυτός που υπενθυμίζει τα παθήματα, τη [[δυστυχία]] ή αυτός που προέρχεται από την [[ανάμνηση]] τών παθημάτων («στάζει... πρὸ καρδίας, [[μνησιπήμων]] [[πόνος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μνησι</i>-, σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ.</b> <i>μι</i>-<i>μνή</i>-<i>σκω</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[πήμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πῆμα]] «[[πάθημα]]»), [[πρβλ]]. <i>καινο</i>-[[πήμων]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:16, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A reminding of misery: μ. πόνος the painful memory of woe, A.Ag.180 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 195] ον, an das Unglück gedenkend, πόνος, Aesch. Ag. 173, oder aus der Erinnerung an das Leid entstehend.
Greek (Liddell-Scott)
μνησῐπήμων: -ον, γεν. -ονος, ὁ ὑπομιμνήσκων τινὰ τὰ παθήματα, τὴν δυστυχίαν· μν. πόνος, ἡ ἀλγεινὴ ἐνθύμησις τῶν δυστυχιῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 180.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui se souvient du mal qu’il a fait : μνησιπήμων πόνος ESCHL le remords.
Étymologie: μνάομαι, πῆμα.
Greek Monolingual
μνησιπήμων, -ον (Α)
αυτός που υπενθυμίζει τα παθήματα, τη δυστυχία ή αυτός που προέρχεται από την ανάμνηση τών παθημάτων («στάζει... πρὸ καρδίας, μνησιπήμων πόνος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι-, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. μι-μνή-σκω) + -πήμων (< πῆμα «πάθημα»), πρβλ. καινο-πήμων.
Greek Monotonic
μνησῐπήμων: -ον, αυτός που υπενθυμίζει σε κάποιον τις συμφορές του, μνησιπήμων πόνος, οδυνηρή ανάμνηση της δυστυχίας, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μνησῐπήμων: 2, gen. ονος помнящий беду: μ. πόνος Aesch. мучительное воспоминание о несчастье.
Middle Liddell
μνησῐ-πήμων, ον,
reminding of misery, μν. πόνος the painful memory of woe, Aesch.