μονοκόνδυλος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονοκόνδυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που αποτελείται από έναν μόνο κόνδυλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόνδυλος]] «[[αρμός]], [[κόμπος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ρυπο</i>-[[κόνδυλος]])].
|mltxt=[[μονοκόνδυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που αποτελείται από έναν μόνο κόνδυλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόνδυλος]] «[[αρμός]], [[κόμπος]]» ([[πρβλ]]. <i>ρυπο</i>-[[κόνδυλος]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μονοκόνδῠλος:''' Arst. = [[μονόκαμπτος]].
|elrutext='''μονοκόνδῠλος:''' Arst. = [[μονόκαμπτος]].
}}
}}

Revision as of 15:29, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοκόνδῠλος Medium diacritics: μονοκόνδυλος Low diacritics: μονοκόνδυλος Capitals: ΜΟΝΟΚΟΝΔΥΛΟΣ
Transliteration A: monokóndylos Transliteration B: monokondylos Transliteration C: monokondylos Beta Code: monoko/ndulos

English (LSJ)

ον, A with but one joint, δάκτυλος (thumb) Arist.HA493b29.

German (Pape)

[Seite 203] mit einem Gelenke, Arist. H. A. 1, 15.

Greek (Liddell-Scott)

μονοκόνδῠλος: -ον, ὁ ἔχων ἕνα μόνον κόνδυλον ἢ ἁρμόν, δάκτυλος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 5.

Greek Monolingual

μονοκόνδυλος, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από έναν μόνο κόνδυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κόνδυλος «αρμός, κόμπος» (πρβλ. ρυπο-κόνδυλος)].

Russian (Dvoretsky)

μονοκόνδῠλος: Arst. = μονόκαμπτος.