μονόφρουρος: Difference between revisions

From LSJ

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μονόφρουρος:''' один только охраняющий, единственно оберегающий (Ἀπίας γαίας [[ἕρκος]] Aesch.).
|elrutext='''μονόφρουρος:''' [[один только охраняющий]], [[единственно оберегающий]] (Ἀπίας γαίας [[ἕρκος]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μονό-φρουρος, ον [φρουρα]<br />watching [[alone]], [[sole]] [[guardian]], Aesch.
|mdlsjtxt=μονό-φρουρος, ον [φρουρα]<br />watching [[alone]], [[sole]] [[guardian]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 11:30, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόφρουρος Medium diacritics: μονόφρουρος Low diacritics: μονόφρουρος Capitals: ΜΟΝΟΦΡΟΥΡΟΣ
Transliteration A: monóphrouros Transliteration B: monophrouros Transliteration C: monofrouros Beta Code: mono/frouros

English (LSJ)

ον, A watching alone, γαίας μονόφρουρον ἕρκος A.Ag.257 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 206] allein bewachend, Ἀπίας γαίας μονόφρουρον ἕρκος, Aesch. Ag. 248.

Greek (Liddell-Scott)

μονόφρουρος: -ον, ὁ ἀγρυπνῶν μόνος, μόνος φύλαξ, φρουρός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 257.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est seul gardien, seul défenseur.
Étymologie: μόνος, φρουρά.

Greek Monolingual

μονόφρουρος, -ον (Α)
αυτός που φρουρεί μόνος του, ο μόνος φύλακας («ὡς θέλει τόδ' ἄγχιστον Ἀπίας γαίας μονόφρουρον ἕρκος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + φρουρός.

Greek Monotonic

μονόφρουρος: -ον (φρουρά), αυτός που φυλάει σκοπιά μόνος του, μοναδικός φρουρός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μονόφρουρος: один только охраняющий, единственно оберегающий (Ἀπίας γαίας ἕρκος Aesch.).

Middle Liddell

μονό-φρουρος, ον [φρουρα]
watching alone, sole guardian, Aesch.