Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μύστρον: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μύστρον:''' τό мистр (мера жидкостей = ок. 0.01 л) Anth.
|elrutext='''μύστρον:''' τό [[мистр]] (мера жидкостей = ок. 0.01 л) Anth.
}}
}}

Revision as of 10:57, 13 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύστρον Medium diacritics: μύστρον Low diacritics: μύστρον Capitals: ΜΥΣΤΡΟΝ
Transliteration A: mýstron Transliteration B: mystron Transliteration C: mystron Beta Code: mu/stron

English (LSJ)

τό, A = μυστίλη, Nic.Fr.68.8, cf. Ath.3.126a. 2 spoon, Hippoloch. ap. eund.4.129c, Dsc.3.22, POxy.921.25 (iii A. D.), etc.; μύστρου πλῆθος spoonful, as a dose, Archig. ap. Orib.8.2.28, Herod. Med. ap. eund.8.3.2; μ. alone, as a measure, Gal.13.57, 19.770, Hippiatr.Append.p.446.

German (Pape)

[Seite 223] τό, auch μύστρος, ὁ, der Löffel, vgl. Ath. III, 126. XI, 784 b, der das Wort aus Nic. nachweist: ἠρέμα δὲ χλιάον κοίλοις ἐξαίνυσο μύστροις. – Auch ein Maaß, zwei κοχλιάρια habend, Hippiatr.

Greek (Liddell-Scott)

μύστρον: τό, = μυστίλη, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 126Α κἑξ.· κοχλιάριον, Ἀθήν. 129Α· ὑποκορ. μυστρίον, Εὐστάθ. 1368. 51: ὡσαύτως μύστρος, ὁ, Πολυδ. ϛʹ, 87. ΙΙ. μέτρον τι ἴσον πρὸς δύο κοχλιάρια, Ἱππιατρ.· ὡσαύτως μυστρίον, Δίδυμ. Ἀλεξ. ΙΙΙ. μυστρίον, τὸ νῦν καλούμενον «μυστρὶ» ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κτίσταις, Ἰω. Διάκονος εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 366.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 cuiller;
2 mystre, mesure de deux cuillerées.
Étymologie: μύζω.

Greek Monolingual

μύστρον, τὸ (ΑΜ, Α και μύστρος, ὁ)
κοχλιάριο, κουτάλι («ἑκάστῳ τῶν δειπνούντων δοθέντων μύστρων χρυσῶν», Ἀθήν.)
μσν.
μέτρο χωρητικότητας ίσο με δύο κοχλιάρια
αρχ.
1. μυστίλη
2. φρ. «μύστρου πλῆθος» — πλήρες κοχλιάριο ως δόση φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυστίλη.

Russian (Dvoretsky)

μύστρον: τό мистр (мера жидкостей = ок. 0.01 л) Anth.