ξάντης: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksantis
|Transliteration C=ksantis
|Beta Code=ca/nths
|Beta Code=ca/nths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wool-carder]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>281a</span>.</span>
|Definition=ου, ὁ, [[wool-carder]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>281a</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 05:25, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξάντης Medium diacritics: ξάντης Low diacritics: ξάντης Capitals: ΞΑΝΤΗΣ
Transliteration A: xántēs Transliteration B: xantēs Transliteration C: ksantis Beta Code: ca/nths

English (LSJ)

ου, ὁ, wool-carder, Pl.Plt.281a.

German (Pape)

[Seite 275] ὁ, der Wollekrempler, Plat. Polit. 281 a.

Greek (Liddell-Scott)

ξάντης: ὁ, ὁ ξαίνων ἔρια, Πλάτ. Πολιτικ. 281Α.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ξάντριαξάντης, θηλ. ξάντρια) ξαίνω
εργάτης ειδικός για την ξάνση του ερίου, λαναράς
νεοελλ.
το εργαλείο του λαναρίσματος, η λανάρα, το λανάρι
αρχ.
(το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Ξάντριαι
τίτλος δράματος του Αισχύλου που δεν διασώθηκε.

Russian (Dvoretsky)

ξάντης: ου ὁ чесальщик шерсти Plat.