παλίρροιβδος: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παλίρροιβδος''': -ον, ὁ ὁρμῶν [[ὀπίσω]] [[μετὰ]] ῥοίβδου, [[μετὰ]] [[μεγάλης]] βοῆς, πιθ. γραφ. ἐν Ὀππ. Ἁλ. 5. 220, Λυκόφρ. 380.
|lstext='''παλίρροιβδος''': -ον, ὁ ὁρμῶν [[ὀπίσω]] μετὰ ῥοίβδου, μετὰ [[μεγάλης]] βοῆς, πιθ. γραφ. ἐν Ὀππ. Ἁλ. 5. 220, Λυκόφρ. 380.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλίρροιβδος]], -ον (Α)<br />αυτός που ορμά [[προς]] τα [[πίσω]] με [[μεγάλη]] βοή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥοῖβδος]] «[[θορυβώδης]] [[κίνηση]]»].
|mltxt=[[παλίρροιβδος]], -ον (Α)<br />αυτός που ορμά [[προς]] τα [[πίσω]] με [[μεγάλη]] βοή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥοῖβδος]] «[[θορυβώδης]] [[κίνηση]]»].
}}
}}

Revision as of 12:00, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίρροιβδος Medium diacritics: παλίρροιβδος Low diacritics: παλίρροιβδος Capitals: ΠΑΛΙΡΡΟΙΒΔΟΣ
Transliteration A: palírroibdos Transliteration B: palirroibdos Transliteration C: palirroivdos Beta Code: pali/rroibdos

English (LSJ)

ον, A dashing back with a roar, Opp. H.5.220 (v.l. πᾰλίρ-ροιζος).

Greek (Liddell-Scott)

παλίρροιβδος: -ον, ὁ ὁρμῶν ὀπίσω μετὰ ῥοίβδου, μετὰ μεγάλης βοῆς, πιθ. γραφ. ἐν Ὀππ. Ἁλ. 5. 220, Λυκόφρ. 380.

Greek Monolingual

παλίρροιβδος, -ον (Α)
αυτός που ορμά προς τα πίσω με μεγάλη βοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥοῖβδος «θορυβώδης κίνηση»].