παραχώρησις: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραχώρησις''': ἡ, [[ὑποχώρησις]], Πτολεμ. 2) [[μετὰ]] γεν., τὸ ἀποχωρεῖν, ἀποσύρεσθαι ἀπό τινος, τῆς χώρας, τῆς ἀρχῆς Διόδ. 13. 43, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 58, πρβλ. Διον. Ἁλ. 4. 27· [[ἀνάγκη]] περίοδόν τινα [[εἶναι]] καὶ παραχώρησιν ἄλλων ἄλλοις, καὶ τὰ μὲν διαλύεσθαι τὰ δ᾿ ἐπιγίνεσθαι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 10.
|lstext='''παραχώρησις''': ἡ, [[ὑποχώρησις]], Πτολεμ. 2) μετὰ γεν., τὸ ἀποχωρεῖν, ἀποσύρεσθαι ἀπό τινος, τῆς χώρας, τῆς ἀρχῆς Διόδ. 13. 43, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 58, πρβλ. Διον. Ἁλ. 4. 27· [[ἀνάγκη]] περίοδόν τινα [[εἶναι]] καὶ παραχώρησιν ἄλλων ἄλλοις, καὶ τὰ μὲν διαλύεσθαι τὰ δ᾿ ἐπιγίνεσθαι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 10.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:00, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραχώρησις Medium diacritics: παραχώρησις Low diacritics: παραχώρησις Capitals: ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΙΣ
Transliteration A: parachṓrēsis Transliteration B: parachōrēsis Transliteration C: parachorisis Beta Code: paraxw/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A retiring. Str.10.2.12 (pl.) ; recession, Procl.Hyp.5.110. 2 c. gen., retiring from, giving up, surrender, BGU1127.13 (i B.C.) ; δανείου ib.1171.12 (i B.C.) ; of a holding of land, surrender, λαβεῖν κατὰ -χώρησιν PPetr.3p.40 (iii B.C.), cf. PTeb.30.12 (ii B. C.) : generally, cession, withdrawalfrom, τῆς χώρας, τῆς ἀρχῆς, D.S.13.43, Plu.Cat.Mi.58 ; ἡγεμονίας D.H.4.27 ; π. ἄλλων ἄλλοις surrender of one point to one, another to another, Arr.Epict. 3.24.10.

German (Pape)

[Seite 509] ἡ, das Nachgeben; ὑπὲρ ἡγεμονίας, D. Hal. 4, 27; τῆς ἀμφισβητουμένης χώρας, das Weichen daraus, das Überlassen desselben, D. Sic. 13, 43; τῆς ἀρχῆς, Plut. Cat. min. 58.

Greek (Liddell-Scott)

παραχώρησις: ἡ, ὑποχώρησις, Πτολεμ. 2) μετὰ γεν., τὸ ἀποχωρεῖν, ἀποσύρεσθαι ἀπό τινος, τῆς χώρας, τῆς ἀρχῆς Διόδ. 13. 43, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 58, πρβλ. Διον. Ἁλ. 4. 27· ἀνάγκη περίοδόν τινα εἶναι καὶ παραχώρησιν ἄλλων ἄλλοις, καὶ τὰ μὲν διαλύεσθαι τὰ δ᾿ ἐπιγίνεσθαι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 10.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se retirer ; cession, abandon.
Étymologie: παραχωρέω.

Greek Monotonic

παραχώρησις: ἡ, υποχώρηση· με γεν., αποχώρηση από, τῆς ἀρχῆς, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραχώρησις -εως, ἡ [παραχωρέω] het afstand doen, met gen:. τῆς ἀρχῆς van de macht Plut. CMi 58.10.

Russian (Dvoretsky)

παραχώρησις: εως ἡ уступка, отдача, сдача (τῆς χώρας Diod.; τῆς ἀρχῆς Plut.).

Middle Liddell

παραχώρησις, εως, [from παραχωρέω
a giving way: c. gen. a retiring from, τῆς ἀρχῆς Plut.