προδείελος: Difference between revisions
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προδείελος:''' предвечерний: π. στείχει Thuc. он идет в предвечерний час. | |elrutext='''προδείελος:''' [[предвечерний]]: π. στείχει Thuc. он идет в предвечерний час. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 15:10, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A before evening, π. ἔστιχεν Theoc.25.223.
German (Pape)
[Seite 714] vor Abend geschehend, σήραγγα προδείελος ἔστιχεν εἰς ἥν Theocr. 25, 223.
Greek (Liddell-Scott)
προδείελος: -ον, πρὸ τῆς ἑσπέρας, πρ. ἔστιχεν Θεόκρ. 25. 223.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait ou se fait avant le coucher du soleil.
Étymologie: πρό, δείελος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που συμβαίνει ή γίνεται πριν από την εσπέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + δείελος «εσπερινός, δειλινός»].
Greek Monotonic
προδείελος: -ον, αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει πριν το απόγευμα, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
προδείελος: предвечерний: π. στείχει Thuc. он идет в предвечерний час.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-δείελος -ον voor de avond plaatsvindend.