σκυτοτομία: Difference between revisions
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σκῡτοτομία:''' ἡ сапожное ремесло Plat. | |elrutext='''σκῡτοτομία:''' ἡ [[сапожное ремесло]] Plat. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σκῡτοτομία, ἡ, [from σκῡτοτόμος]<br />[[shoemaking]], Plat. | |mdlsjtxt=σκῡτοτομία, ἡ, [from σκῡτοτόμος]<br />[[shoemaking]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A shoemaking, Id.R.397e.
German (Pape)
[Seite 909] ἡ, das Schusterhandwerk, Plat. Rep. III, 397 e.
Greek (Liddell-Scott)
σκῡτοτομία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ ὑποδηματοποιοῦ, Πλάτ. Πολ. 397Α, πρβλ. Χαρμ. 173D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
profession de cordonnier.
Étymologie: σκυτοτόμος.
Greek Monolingual
ἡ, Α σκυτοτόμος
η τέχνη του σκυτοτόμου, υποδηματοποιία («τον τε σκυτοτόμον εὑρήσομεν καὶ οὐ κυβερνήτην πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ», Πλάτ.).
Greek Monotonic
σκῡτοτομία: ἡ, κατασκευή υποδημάτων, δερματίνων ειδών, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκυτοτομία -ας, ἡ [σκυτοτόμος] schoenmakerij.
Russian (Dvoretsky)
σκῡτοτομία: ἡ сапожное ремесло Plat.
Middle Liddell
σκῡτοτομία, ἡ, [from σκῡτοτόμος]
shoemaking, Plat.