συμπράκτωρ: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ιων. τ. [[συμπρήκτωρ]], -ορος, ὁ, θηλ. [[συμπράκτρια]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που συμπράττει με κάποιον, που συνεργεί σε [[κάτι]], [[βοηθός]], [[συνεργός]] (α. «[[συμπράκτωρ]] ἔργου», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἡγεμόνας | |mltxt=και ιων. τ. [[συμπρήκτωρ]], -ορος, ὁ, θηλ. [[συμπράκτρια]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που συμπράττει με κάποιον, που συνεργεί σε [[κάτι]], [[βοηθός]], [[συνεργός]] (α. «[[συμπράκτωρ]] ἔργου», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἡγεμόνας δοῦν | ||
αι καὶ συμπράκτορας [[γενέσθαι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμπράκτωρ]] τῆς ὁδοῡ» — [[συνοδοιπόρος]], [[συνταξιδιώτης]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[συμπράκτωρ]] τῆς αἰτίας» — αυτός που περιλαμβάνεται στο [[κατηγορητήριο]] ως [[συναίτιος]], ως [[συνεργός]] <b>(Αντιφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπράττω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>διδάκ</i>-<i>τωρ</i>)]. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:30, 27 March 2021
English (LSJ)
Ion. συμπρήκτωρ, ορος, ὁ, A helper, assistant, Hdt.6.125, cf. X.Cyr.3.2.29: c. gen. rei, σ. ὁδοῦ a companion in travel, S.OT 116; συμπράκτορες τῆς αἰτίας involved as accomplices in the charge, Antipho 3.4.6.
German (Pape)
[Seite 989] ορος, ὁ, ion. συμπρήκτωρ, Helfer; ὁδοῦ, Soph. O. R. 116, Gefährte; Her. 6, 125; Xen. Cyr. 3, 2, 29.
Greek (Liddell-Scott)
συμπράκτωρ: Ἰων. -πρήκτωρ, ορος, ὁ, ὁ συμπράττων, βοηθός, συνεργός, Ἡρόδ. 6. 125· σ. γενέσθαι τινὶ Ξεν. Κύρ. 3. 2, 29· μετὰ γεν. πράγμ., σ. ὁδοῦ, συνοδοιπόρος, Σοφ. Ο. Τ. 116· συμπράκτορες τῆς αἰτίας, περιλαμβανόμενοι ὡς συνεργοὶ εἰς τὴν κατηγορίαν, Ἀντιφῶν 124. 33.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
auxiliaire, associé, compagnon : τινι de qqn ; τινος pour qch.
Étymologie: συμπράσσω.
Greek Monolingual
και ιων. τ. συμπρήκτωρ, -ορος, ὁ, θηλ. συμπράκτρια, Α
1. αυτός που συμπράττει με κάποιον, που συνεργεί σε κάτι, βοηθός, συνεργός (α. «συμπράκτωρ ἔργου», Ηρόδ.
β. «ἡγεμόνας δοῦν
αι καὶ συμπράκτορας γενέσθαι», Ξεν.)
2. φρ. α) «συμπράκτωρ τῆς ὁδοῡ» — συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης (Σοφ.)
β) «συμπράκτωρ τῆς αἰτίας» — αυτός που περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο ως συναίτιος, ως συνεργός (Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπράττω + επίθημα -τωρ (πρβλ. διδάκ-τωρ)].
Greek Monotonic
συμπράκτωρ: Ιων. -πρήκτωρ, -ορος, ὁ, βοηθός, αρωγός, συνεργάτης, σε Ηρόδ., Ξεν.· με γεν. πράγμ., συμπράκτωρ ὁδοῦ, σύντροφος στο ταξίδι, συνοδοιπόρος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
συμπράκτωρ: ион. συμπρήκτωρ, ορος ὁ соучастник, сотоварищ, помощник Her.: σ. τινὶ γενέσθαι Xen. стать чьим-л. помощником; σ. ὁδοῦ Soph. спутник.
Middle Liddell
συμπράκτωρ, ιονιξ -πρήκτωρ, ορος, ὁ,
a helper, assistant, Hdt., Xen.: c. gen. rei, ς. ὁδοῦ a companion in travel, Soph.