συνεγκλίνω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνεγκλίνω:''' (ῑ) Diod. v. l. = [[συνεκκλίνομαι]]. | |elrutext='''συνεγκλίνω:''' (ῑ) Diod. [[varia lectio|v.l.]] = [[συνεκκλίνομαι]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 9 January 2022
English (LSJ)
[ῑ], in Pass., A collapse completely, D.S.3.26. II Act., write as an enclitic, Sch.Th.1.11: hence συνεγκλῐτικός, ή, όν, enclitic, Hdn.Gr.1.551, cf. AB1142.
German (Pape)
[Seite 1010] mit od. zugleich einbiegen, neigen. – Bei den Gramm. = als Encliticum mit zurückgeworfenem Accent schreiben.
Greek (Liddell-Scott)
συνεγκλίνω: [ῑ], κλίνω ἢ κάμπτω πρός τι ὁμοῦ, ἴδε συνεκκλίνω. ΙΙ. γράφω ὁμοῦ ὡς ἐγκλιτικόν, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 11· συνεγκλιτικός, ή, όν, Α. Β. 1142.
Greek Monolingual
Α
1. γράφω ως εγκλιτικό
2. μέσ. συνεγκλίνομαι
κλίνω ή κάμπτομαι προς μια κατεύθυνση μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐγκλίνω / -ομαι «αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη, κλίνω, κάμπτω»].
Russian (Dvoretsky)
συνεγκλίνω: (ῑ) Diod. v.l. = συνεκκλίνομαι.