σφενδονήτης: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />soldat armé | |btext=ου (ὁ) :<br />soldat armé d'une fronde, frondeur.<br />'''Étymologie:''' [[σφενδονάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:25, 23 August 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, A slinger, Hdt.7.158, Th.6.22, Pl.Criti.119b, LXX Jd.20.16: Boeot. σφενδονάτας Ἀρχ.Δελτ. 14 Pl.iv 26 (Thespiae, iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
σφενδονήτης: -ου, ὁ, ὁ σφενδονῶν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ σφενδονᾶν, ὁ ὡπλισμένος διὰ σφενδόνης, Ἡρόδ. 7. 158, Θουκ. 9. 22, Πλάτ. Κριτί. 119Β.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
soldat armé d'une fronde, frondeur.
Étymologie: σφενδονάω.
Greek Monolingual
και σφενδονίτης, ο, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σφενδονάτας Α [[σφενδονῶ / σφενδόνη]]
στρατιώτης τών αρχαίων χρόνων ελαφρά οπλισμένος με σφενδόνη
μσν.
(για λίθο) αυτός που ρίχθηκε με σφενδόνη.
Greek Monotonic
σφενδονήτης: -ου, ὁ (σφενδονάω), αυτός που σφενδονίζει, που φέρει σφεντόνα ή βάλλει, πλήττει, σημαδεύει με αυτή, ικανός στις βολές με σφεντόνα, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
σφενδονήτης: ου ὁ пращник Her., Thuc., Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφενδονήτης -ου, ὁ [σφενδονάω] werper met de slinger, slingeraar.
Middle Liddell
σφενδονήτης, ου, ὁ, σφενδονάω
a slinger, Hdt., Thuc.