τριχόβρως: Difference between revisions
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trichovros | |Transliteration C=trichovros | ||
|Beta Code=trixo/brws | |Beta Code=trixo/brws | ||
|Definition=ωτος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[eating hair]]: hence [[τριχόβρωτες]], = [[σῆτες]] or [[θρῖπες]], [[moths]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1111</span> (τριχοβρῶτες <span class="bibl">Poll.2.24</span>; both accents admitted by Sch.Ar. l.c. (1110)).</span> | |Definition=ωτος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[eating hair]]: hence [[τριχόβρωτες]], = [[σῆτες]] or [[θρῖπες]], [[moths]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1111</span> (τριχοβρῶτες <span class="bibl">Poll.2.24</span>; both accents admitted by Sch.Ar. [[l.c.]] (1110)).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:30, 15 August 2022
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ, A eating hair: hence τριχόβρωτες, = σῆτες or θρῖπες, moths, Ar.Ach.1111 (τριχοβρῶτες Poll.2.24; both accents admitted by Sch.Ar. l.c. (1110)).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχόβρως: -ωτος, ἢ τρῐχοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ βιβρώσκων τὰς τρίχας, τριχοφάγος· ἐντεῦθεν τριχόβρωτες, = σῆτες ἢ θρῖπες, «μόλιτσα», «βώτριδα», «σκόρος», ἀλλ’ οἱ τριχόβρωτες τοὺς λόφους μου κατέφαγον Ἀριστοφ. Ἀχ. 1111, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ., πρβλ. Πολυδ. Β΄, 24. - Ὁ Γ. Χατζιδάκις τονίζει τριχοβρὼς ὡς ὀρθότερον (Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 520).
French (Bailly abrégé)
ωτος (ὁ, ἡ)
qui mange les poils ; οἱ τριχόβρωτες sorte de teignes, insecte.
Étymologie: θρίξ, βιβρώσκω.
Greek Monolingual
-ωτος, ο, η, ΝΑ, και τριχοβρώς, -ῶτος, Α
αυτός που τρώει τις τρίχες
νεοελλ.
ιατρ. μεταδοτική πάθηση του τριχωτού της κεφαλής μικρών παιδιών οφειλόμενη σε παρασιτικό μύκητα
αρχ.
(κυρίως στον πληθ.) oἱ τριχόβρωτες και τριχοβρῶτες
οι σκόροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. παιδο-βρώς].
Greek Monotonic
τρῐχόβρως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που τρώει τρίχες, ο τριχοφάγος· απ' όπου, τριχόβρωτες = σῆτες ή θρῖπες, σκόρος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τρῐχόβρως: ωτος и τρῐχοβρώς, ῶτος ὁ или ἡ шерстоед, т. е. моль Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριχόβρως -ωτος [θρίξ, βιβρώσκω] haar-vretend (motten).
Middle Liddell
τρῐχό-βρως, ωτος, ὁ, ἡ,
eating hair: hence τριχόβρωτες, = σῆτες or θρῖπες, moths, Ar.