φυτευτός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fyteftos
|Transliteration C=fyteftos
|Beta Code=futeuto/s
|Beta Code=futeuto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[planted]], πᾶν τὸ φ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>510a</span>.</span>
|Definition=ή, όν, [[planted]], πᾶν τὸ φ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>510a</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:55, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτευτός Medium diacritics: φυτευτός Low diacritics: φυτευτός Capitals: ΦΥΤΕΥΤΟΣ
Transliteration A: phyteutós Transliteration B: phyteutos Transliteration C: fyteftos Beta Code: futeuto/s

English (LSJ)

ή, όν, planted, πᾶν τὸ φ. Pl.R.510a.

German (Pape)

[Seite 1319] adj. verb. von φυτεύω, gepflanzt, übtr., erzeugt, Plat. Rep. VI, 510 a.

Greek (Liddell-Scott)

φῠτευτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., πεφυτευμένος, φυτευθείς, παραχθείς, Πλάτ. Πολ. 510Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
planté.
Étymologie: φυτεύω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φυτευτός, -ή, -όν, ΝΑ φυτεύω
αυτός που έχει παραχθεί με φύτευση, σε αντιδιαστολή προς τον αυτοφυή
νεοελλ.
αυτός που εμφυτεύεται («φυτευτή οδοντοστοιχία»). Επιρρ. φυτευτά Ν
με φυτευτό τρόπο, με φύτευση.

Greek Monotonic

φῠτευτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που έχει φυτευτεί, που έχει παραχθεί, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

φῠτευτός: [adj. verb. к φυτεύω взращенный; τὸ φυτευτὸν γένος Plat. мир растений.

Middle Liddell

φῠτευτός, ή, όν verb. adj. of φυτεύω
planted, produced, Plat.