χρυσότερος: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[τέρα]], -ον, θηλ. και ιων. τ. -έρη, Α<br /><b>(συγκριτ.)</b> πιο [[χρυσός]], πιο [[πολύτιμος]] κι από τον χρυσό («πολὺ πακτίδος ἁδυμελεστέρα, | |mltxt=-[[τέρα]], -ον, θηλ. και ιων. τ. -έρη, Α<br /><b>(συγκριτ.)</b> πιο [[χρυσός]], πιο [[πολύτιμος]] κι από τον χρυσό («πολὺ πακτίδος ἁδυμελεστέρα, χρυσοῦ χρυσοτέρα», Σαπφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρυσός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> του συγκριτ. βαθμού]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:45, 13 June 2022
English (LSJ)
α, ον, a Comp. formed from χρυσός (3), A more golden, χρύσω χρυσοτέρα Sapph.122; αὐτῆς χρυσοτέρη κύπριδος IG14.1892.
German (Pape)
[Seite 1382] von χρυσός gebildeter comp., goldener, d. i. theurer, kostbarer; Sappho bei Demetr. Phal. 162; vgl. Lob. Phryn. 234; Ep. ad. 732 (App. 210).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσότερος: -α, -ον, συγκριτικὸν σχηματισθὲν ἐκ τοῦ χρυσὸς (Γ), ἔτι μᾶλλον χρυσοῦς, χρυσῶ χρυσοτέρα Σαπφὼ 122 (96)· αὐτῆς χρυσοτέρη Κυπρίδος Ἀνθ. Π. παράρτ. 210.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
plus précieux.
Étymologie: χρυσός.
Greek Monolingual
-τέρα, -ον, θηλ. και ιων. τ. -έρη, Α
(συγκριτ.) πιο χρυσός, πιο πολύτιμος κι από τον χρυσό («πολὺ πακτίδος ἁδυμελεστέρα, χρυσοῦ χρυσοτέρα», Σαπφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός + κατάλ. -τερος του συγκριτ. βαθμού].
Greek Monotonic
χρῡσότερος: -α, -ον, συγκρ. τύπος του χρυσός, πιο χρυσός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσότερος: compar. к χρύσεος 2 и 3.
Middle Liddell
χρῡσότερος, η, ον [a comp. formed from χρυσός
more golden, Anth.