ἀκριβεύω: Difference between revisions
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἀκριβεύω]]) [[ἀκριβής]]<br />[[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] όπως και όταν [[πρέπει]], [[ακριβολογώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακριβαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />-ομαι<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ακριβής]]<br /><b>2.</b> [[εξετάζω]], [[ερευνώ]] προσεκτικά<br />«ἠκριβεύετο παρ’ | |mltxt=(Α [[ἀκριβεύω]]) [[ἀκριβής]]<br />[[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] όπως και όταν [[πρέπει]], [[ακριβολογώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακριβαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />-ομαι<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ακριβής]]<br /><b>2.</b> [[εξετάζω]], [[ερευνώ]] προσεκτικά<br />«ἠκριβεύετο παρ’ αὐτοῦ τὶ τῶν καλῶν αὐτῷ κατώρθωται [[πώποτε]]» (Παλλάδιος 1164 c)<br /><b>3.</b> οδηγούμαι από κάποιον «ἐάν μὴ ἀκριβεύσωμαι ὑφ’ ὑμῶν» <b>(Πάπυρ.)</b>. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:14, 1 January 2022
English (LSJ)
A use accurately, τὴν ἀντωνυμίαν Did. ap. Sch.Pi.N.4.3:—in Med., S.E.M.1.71:—Pass., ἐὰνμὴ ἀκριβεύσωμαι ὑφ' ὑμῶν unless I receive precise instructions from you, PAmh.2.154.7 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 81] = ἀκριβόω, Schol. Pind. N. 4, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρῑβεύω: ἀκριβόω, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 4. 3. Μέσ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 71.
Spanish (DGE)
1 usar con precisión τὴν ἀντωνυμίαν Did. en Sch.Pi.N.4.5
•en v. med. ser preciso περί τινος S.E.M.1.71, περὶ τῆς σωτηρίας Ep.Barn.2.10.
2 med. informarse detalladamente ὁ ἀνθύπατος πάντα ἀκριβευσάμενος A.Andr.Gr.22.1
•seguir instrucciones concretas ἐὰν μὴ ἀκριβεύσωμαι ἀφ' ὑμῶν περὶ ἑκάστου πράγματος PAmh.154.7 (VI d.C.).
Greek Monolingual
(Α ἀκριβεύω) ἀκριβής
χρησιμοποιώ κάτι όπως και όταν πρέπει, ακριβολογώ
νεοελλ.
ακριβαίνω
αρχ.
-ομαι
1. είμαι ακριβής
2. εξετάζω, ερευνώ προσεκτικά
«ἠκριβεύετο παρ’ αὐτοῦ τὶ τῶν καλῶν αὐτῷ κατώρθωται πώποτε» (Παλλάδιος 1164 c)
3. οδηγούμαι από κάποιον «ἐάν μὴ ἀκριβεύσωμαι ὑφ’ ὑμῶν» (Πάπυρ.).