ἀλογιστία: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη<br />[[falta de juicio]], [[falta de cálculo]], [[insensatez]], [[irracionalidad]] ἀλογιστίη μὴ ξυγχωρέειν ταῖσι κατὰ τὸν βίον ἀνάγκαις Democr.B 289, τοὺς ἰδίους πόνους ἀλογιστίη γεωργήσας Democr. en Hp.<i>Ep</i>.17 (p.374), unido a la borrachera μέθη καὶ ἀ. Plb.5.15.3, cf. 21.26.16, τὸ μεθύειν ο[ὐ] συμβαίν[ει] πα[ρ'] ἀλογιστίαν Phld.<i>Ir</i>.93, ἀνανήφων ἀπὸ τῆς ὑπ' ἐκείνοις ἀλογιστίας Origenes <i>Cels</i>.8.63<br /><b class="num">•</b>en gener. ἀ. ἐν τοῖς πάθεσιν Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.129, Φάλαρις ... ἐμπληθυνθεὶς ἀλογιστίας LXX 3<i>Ma</i>.5.42<br /><b class="num">•</b>[[incapacidad de juicio]], [[desconcierto]] θυμὸς καὶ ἀ. Plb.2.30.4, ταῦτα δ' ἐστὶν [[ἀπειρία]] πραγμάτων, ἀ. Plu.2.466c. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:19, 20 July 2021
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, A thoughtlessness, Democr.289, Plb.5.15.3, Chrysipp.Stoic. 3.129, Phld.Ir.p.93 W., Plu.2.466c.
German (Pape)
[Seite 108] ἡ, Unbedachtsamkeit, Pol. öfter, z. B. 5, 15 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλογιστία: ἡ, ἀπερισκεψία, ἀβουλία, προπέτεια, Πολύβ. 5. 15. 3, Πλούτ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
irréflexion.
Étymologie: ἀλόγιστος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη
falta de juicio, falta de cálculo, insensatez, irracionalidad ἀλογιστίη μὴ ξυγχωρέειν ταῖσι κατὰ τὸν βίον ἀνάγκαις Democr.B 289, τοὺς ἰδίους πόνους ἀλογιστίη γεωργήσας Democr. en Hp.Ep.17 (p.374), unido a la borrachera μέθη καὶ ἀ. Plb.5.15.3, cf. 21.26.16, τὸ μεθύειν ο[ὐ] συμβαίν[ει] πα[ρ'] ἀλογιστίαν Phld.Ir.93, ἀνανήφων ἀπὸ τῆς ὑπ' ἐκείνοις ἀλογιστίας Origenes Cels.8.63
•en gener. ἀ. ἐν τοῖς πάθεσιν Chrysipp.Stoic.3.129, Φάλαρις ... ἐμπληθυνθεὶς ἀλογιστίας LXX 3Ma.5.42
•incapacidad de juicio, desconcierto θυμὸς καὶ ἀ. Plb.2.30.4, ταῦτα δ' ἐστὶν ἀπειρία πραγμάτων, ἀ. Plu.2.466c.
Greek Monolingual
η (Α ἀλογιστία) ἀλόγιστος
αμυαλιά, απερισκεψία.
Greek Monotonic
ἀλογιστία: ἡ, απερισκεψία, αβουλία, προπέτεια, σε Πολύβ., Πλούτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλογιστία: ἡ безрассудство, неразумие Polyb., Plut.
Middle Liddell
thoughtlessness, rashness, Polyb., Plut., etc.