ἀνθράκιον: Difference between revisions
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)nqra/kion | |Beta Code=a)nqra/kion | ||
|Definition=τό, Dim. of [[ἄνθραξ]], a stone of which mirrors were made, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lap.</span>33</span>. <span class="sense"><span class="bld">II</span> Dim. of ἄνθραξ <span class="bibl">11.1</span>, <span class="title">IG</span>11.161<span class="hiitalic">B</span>82 (Delos, iii B.C.); of ἄνθραξ 11.2, <span class="bibl">Cass.Fel.22</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[brazier]], <span class="bibl">Alex.134</span>.</span> | |Definition=τό, Dim. of [[ἄνθραξ]], a stone of which mirrors were made, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lap.</span>33</span>. <span class="sense"><span class="bld">II</span> Dim. of ἄνθραξ <span class="bibl">11.1</span>, <span class="title">IG</span>11.161<span class="hiitalic">B</span>82 (Delos, iii B.C.); of ἄνθραξ 11.2, <span class="bibl">Cass.Fel.22</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[brazier]], <span class="bibl">Alex.134</span>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>prob. [[obsidiana]] piedra de la que se hacen espejos, Thphr.<i>Lap</i>.33.<br /><b class="num">2</b> [[granate]], <i>IG</i> 11(2).161B.82 (Delos III a.C.), Hsch.<br /><b class="num">II</b> [[ántrax]], [[carbunclo]] Cass.Fel.22.<br /><b class="num">III</b> <b class="num">1</b>[[caldero]] Alex.134.<br /><b class="num">2</b> [[trébede]] y [[hornillo]] Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθράκιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἄνθραξ]], [[εἶδος]] μέλανος λίθου, «τὸ [[ἀνθράκιον]], τὸ ἐξ Ὀρχομενοῦ τῆς Ἀρκαδίας· ἔστι δὲ οὖτος [[μελάντερος]] τοῦ Χίου· κάτοπτρα δ’ ἐξ [[αὐτοῦ]] ποιοῦσι» Θεοφρ. Λιθ. 33. ΙΙ. [[πύραυνος]] (μαγκάλι) ἐπὶ μικροῦ τρίποδος, Ἄλεξ. ἐν «Λημνίᾳ» 1· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀνθρακιά]]. | |lstext='''ἀνθράκιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἄνθραξ]], [[εἶδος]] μέλανος λίθου, «τὸ [[ἀνθράκιον]], τὸ ἐξ Ὀρχομενοῦ τῆς Ἀρκαδίας· ἔστι δὲ οὖτος [[μελάντερος]] τοῦ Χίου· κάτοπτρα δ’ ἐξ [[αὐτοῦ]] ποιοῦσι» Θεοφρ. Λιθ. 33. ΙΙ. [[πύραυνος]] (μαγκάλι) ἐπὶ μικροῦ τρίποδος, Ἄλεξ. ἐν «Λημνίᾳ» 1· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀνθρακιά]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ἀνθράκιον]])<br />το καρ [[βουνάκι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> λεπτή [[σκόνη]] από [[κάρβουνο]] που χρησιμοποιείται σαν [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> [[ορυκτό]] πυριτικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] μαύρου λίθου με τον οποίο έφτιαχναν καθρέφτες<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου<br /><b>3.</b> [[εξάνθημα]], [[σπυρί]] (από την [[ασθένεια]] «[[άνθραξ]]» ή, σύμφωνα με [[άλλη]] [[γνώμη]], από ευλογιά)<br /><b>4.</b> [[μαγκάλι]]. | |mltxt=το (Α [[ἀνθράκιον]])<br />το καρ [[βουνάκι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> λεπτή [[σκόνη]] από [[κάρβουνο]] που χρησιμοποιείται σαν [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> [[ορυκτό]] πυριτικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] μαύρου λίθου με τον οποίο έφτιαχναν καθρέφτες<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου<br /><b>3.</b> [[εξάνθημα]], [[σπυρί]] (από την [[ασθένεια]] «[[άνθραξ]]» ή, σύμφωνα με [[άλλη]] [[γνώμη]], από ευλογιά)<br /><b>4.</b> [[μαγκάλι]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 1 October 2022
English (LSJ)
τό, Dim. of ἄνθραξ, a stone of which mirrors were made, Thphr.Lap.33. II Dim. of ἄνθραξ 11.1, IG11.161B82 (Delos, iii B.C.); of ἄνθραξ 11.2, Cass.Fel.22. III brazier, Alex.134.
Spanish (DGE)
-ου, τό
I 1prob. obsidiana piedra de la que se hacen espejos, Thphr.Lap.33.
2 granate, IG 11(2).161B.82 (Delos III a.C.), Hsch.
II ántrax, carbunclo Cass.Fel.22.
III 1caldero Alex.134.
2 trébede y hornillo Hsch.
German (Pape)
[Seite 233] τό, dim. von ἄνθραξ, kleine Kohle, kleiner Karfunkel. – Kohlenpfanne, Alex. Poll. 10, 100; B. A. 404.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθράκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἄνθραξ, εἶδος μέλανος λίθου, «τὸ ἀνθράκιον, τὸ ἐξ Ὀρχομενοῦ τῆς Ἀρκαδίας· ἔστι δὲ οὖτος μελάντερος τοῦ Χίου· κάτοπτρα δ’ ἐξ αὐτοῦ ποιοῦσι» Θεοφρ. Λιθ. 33. ΙΙ. πύραυνος (μαγκάλι) ἐπὶ μικροῦ τρίποδος, Ἄλεξ. ἐν «Λημνίᾳ» 1· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀνθρακιά.
Greek Monolingual
το (Α ἀνθράκιον)
το καρ βουνάκι
νεοελλ.
1. λεπτή σκόνη από κάρβουνο που χρησιμοποιείται σαν χρώμα
2. ορυκτό πυριτικό
αρχ.
1. είδος μαύρου λίθου με τον οποίο έφτιαχναν καθρέφτες
2. είδος πολύτιμου λίθου
3. εξάνθημα, σπυρί (από την ασθένεια «άνθραξ» ή, σύμφωνα με άλλη γνώμη, από ευλογιά)
4. μαγκάλι.