ἀντιτυπής: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντιτυπής]], -ές (Α) [[αντιτύπτω]]<br /><b>1.</b> αυτός που απωθεί, που αντικρούει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[σκληρός]], [[τραχύς]].
|mltxt=[[ἀντιτυπής]], -ές (Α) [[αντιτύπτω]]<br /><b>1.</b> αυτός που απωθεί, που αντικρούει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[σκληρός]], [[τραχύς]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[zurückstoßend]], [[widerstehend]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:53, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιτῠπής Medium diacritics: ἀντιτυπής Low diacritics: αντιτυπής Capitals: ΑΝΤΙΤΥΠΗΣ
Transliteration A: antitypḗs Transliteration B: antitypēs Transliteration C: antitypis Beta Code: a)ntituph/s

English (LSJ)

ές, A resisting, repellent, Hdn.6.7.7; συγκρίσεις Epicur.Nat.2.9; of αἴσθησις, Stoic.2.115. 2 metaph., hard, Alex.Aphr. de An.125.9; ἀ. καὶ στερρὸν ὁ πόνος Ph.2.162. II of sounds, clashing, dissonant, D.H.Comp.22, al.

Spanish (DGE)

-ές
1 compacto, denso, macizo συγκρίσεις Epicur.Fr.[23] 49.29, de un río helado τὸ ῥεῖθρον Hdn.6.7.7
subst. resistencia τὸ ἀντιτυπὲς αὐτῇ διδόασι Chrysipp.Stoic.2.115.
2 fig. duro πικρὸν δὲ καὶ ἀντιτυπὲς καὶ σκληρὸν ὁ πόνος Ph.2.162, cf. Alex.Aphr.de An.125.9.

Greek Monolingual

ἀντιτυπής, -ές (Α) αντιτύπτω
1. αυτός που απωθεί, που αντικρούει κάτι
2. σκληρός, τραχύς.

German (Pape)

ές, zurückstoßend, widerstehend, Sp.