ἀντιτυπής: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντιτυπής]], -ές (Α) [[αντιτύπτω]]<br /><b>1.</b> αυτός που απωθεί, που αντικρούει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[σκληρός]], [[τραχύς]]. | |mltxt=[[ἀντιτυπής]], -ές (Α) [[αντιτύπτω]]<br /><b>1.</b> αυτός που απωθεί, που αντικρούει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[σκληρός]], [[τραχύς]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>[[zurückstoßend]], [[widerstehend]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:53, 24 November 2022
English (LSJ)
ές, A resisting, repellent, Hdn.6.7.7; συγκρίσεις Epicur.Nat.2.9; of αἴσθησις, Stoic.2.115. 2 metaph., hard, Alex.Aphr. de An.125.9; ἀ. καὶ στερρὸν ὁ πόνος Ph.2.162. II of sounds, clashing, dissonant, D.H.Comp.22, al.
Spanish (DGE)
-ές
1 compacto, denso, macizo συγκρίσεις Epicur.Fr.[23] 49.29, de un río helado τὸ ῥεῖθρον Hdn.6.7.7
•subst. resistencia τὸ ἀντιτυπὲς αὐτῇ διδόασι Chrysipp.Stoic.2.115.
2 fig. duro πικρὸν δὲ καὶ ἀντιτυπὲς καὶ σκληρὸν ὁ πόνος Ph.2.162, cf. Alex.Aphr.de An.125.9.
Greek Monolingual
ἀντιτυπής, -ές (Α) αντιτύπτω
1. αυτός που απωθεί, που αντικρούει κάτι
2. σκληρός, τραχύς.
German (Pape)
ές, zurückstoßend, widerstehend, Sp.