ἀποπομπαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀποπομπαῑος, -α, -ον (Α) [[αποπομπή]]<br /><b>1.</b> ο [[αποδιοπομπαίος]]<br /><b>2.</b> αυτός που απομακρύνει το [[κακό]]<br /><b>3.</b> [[σιχαμερός]], [[βδελυρός]].
|mltxt=ἀποπομπαῖος, -α, -ον (Α) [[αποπομπή]]<br /><b>1.</b> ο [[αποδιοπομπαίος]]<br /><b>2.</b> αυτός που απομακρύνει το [[κακό]]<br /><b>3.</b> [[σιχαμερός]], [[βδελυρός]].
}}
}}

Revision as of 08:46, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπομπαῖος Medium diacritics: ἀποπομπαῖος Low diacritics: αποπομπαίος Capitals: ΑΠΟΠΟΜΠΑΙΟΣ
Transliteration A: apopompaîos Transliteration B: apopompaios Transliteration C: apopompaios Beta Code: a)popompai=os

English (LSJ)

α, ον, A carrying away evil, of the scapegoat, LXX Le.16.8sq., Ph.1.338, al.; ἀ.θεοί Hsch. II to be cast out, abominable, Ph.1.238.

German (Pape)

[Seite 320] Unheil abwendend, θεοί VLL.; τράγος, der Sündenbock, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπομπαῖος: -α, -ον, ὁ ἀποπέμπων, ἀπομακρύνων τὸ κακόν, ὡς τὸ ἀλεξίκακος, ἀποτρόπαιος, ἐπὶ τοῦ ἀποπομπαίου τράγου τοῦ μὴ θυομένου, ἀλλ’ ἀποπεμπομένου εἰς τὴν ἔρημον, Ἑβδ. (Λευϊτ ις΄, 8 κἑξ.). ΙΙ. ἀπορριπτέος, βδελυρός, Φίλων 1. 238.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui renvoie au loin, càd qui écarte les fléaux ; fig. (bouc) émissaire.
Étymologie: ἀποπομπή.

Spanish (DGE)

-ον
que debe ser alejado o conjurado νοσήματα Ph.1.238, θεοί Hsch.s.u. ἀποπομπαί
subst. ὁ ἀ. el que debe ser conjurado o despachado tal vez un demon del desierto, del hebr. ‘Azaz’el ἕνα τῷ Κυρίῳ καὶ ... ἕνα τῷ ἀποπομπαίῳ (se sortearán dos machos cabríos) uno para el Señor, otro para el que debe ser alejado LXX Le.16.8, cf. 10
en la exégesis bíblica τινες ... οἴονται τὸν ἕνα τῶν τράγων, ἀ. τινι καὶ ἀκαθάρτῳ δαίμονι δεδόσθαι Cyr.Al.M.69.585C, explicado alegórica o tipológicamente, Ph.1.498, 499, Iust.Phil.Dial.40.4, Thdt.Qu.in Le.22
emissarius, Gloss.5.520, 561.

Greek Monolingual

ἀποπομπαῖος, -α, -ον (Α) αποπομπή
1. ο αποδιοπομπαίος
2. αυτός που απομακρύνει το κακό
3. σιχαμερός, βδελυρός.