ἐπάχθομαι: Difference between revisions
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπάχθομαι]] (Α)<br />στενοχωριέμαι, [[λυπάμαι]] για [[κάτι]] («[[ἥδομαι]] τοῑσδ' οὔτ' [[ἐπάχθομαι]] | |mltxt=[[ἐπάχθομαι]] (Α)<br />στενοχωριέμαι, [[λυπάμαι]] για [[κάτι]] («[[ἥδομαι]] τοῑσδ' οὔτ' [[ἐπάχθομαι]] κακοῖς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[άχθομαι]] «[[δυσανασχετώ]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:00, 18 June 2022
English (LSJ)
A to be annoyed at .., κακοῖς E.Hipp.1260.
German (Pape)
[Seite 907] (s. ἄχθομαι), sich belästigt fühlen, betrübt sein, κακοῖς Eur. Hipp. 1260.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάχθομαι: ἄχθομαι ἐπί τινι, οὔθ’ ἥδομαι τοῖσδ’ οὔτ’ ἐπάχθομαι Εὐρ. Ἱππ. 1260.
French (Bailly abrégé)
s’affliger de, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἄχθομαι.
Greek Monolingual
ἐπάχθομαι (Α)
στενοχωριέμαι, λυπάμαι για κάτι («ἥδομαι τοῑσδ' οὔτ' ἐπάχθομαι κακοῖς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άχθομαι «δυσανασχετώ»].
Greek Monotonic
ἐπάχθομαι: Παθ., ενοχλούμαι με κάτι, με δοτ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάχθομαι: быть удручаемым, огорчаться (κακοῖς Eur.).
Middle Liddell
Pass. to be annoyed at a thing, c. dat., Eur.