ἑπτάμηνος: Difference between revisions
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eptaminos | |Transliteration C=eptaminos | ||
|Beta Code=e(pta/mhnos | |Beta Code=e(pta/mhnos | ||
|Definition=ον<b class="b3">, παιδίον, βρέφος, τέκνον</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">a seven months' child</b>, Hp.<span class="title">Septim.</span>passim ; <b class="b3">τίκτειν τινὰ ἑπτάμηνον, τίκτειν ἑπτάμηνα</b> | |Definition=ον<b class="b3">, παιδίον, βρέφος, τέκνον</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">a seven months' child</b>, Hp.<span class="title">Septim.</span>passim ; <b class="b3">τίκτειν τινὰ ἑπτάμηνον, τίκτειν ἑπτάμηνα</b> ([[τέκνα]]), <span class="bibl">Hdt.6.69</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>584a36</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἑπτάμηνος, ἡ,</b> [[a space of seven months]], Placit.5.18.1, cf. <span class="title">IG</span>12(1).53 (Rhodes).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:50, 10 January 2021
English (LSJ)
ον, παιδίον, βρέφος, τέκνον, A a seven months' child, Hp.Septim.passim ; τίκτειν τινὰ ἑπτάμηνον, τίκτειν ἑπτάμηνα (τέκνα), Hdt.6.69, cf. Arist.HA584a36. II ἑπτάμηνος, ἡ, a space of seven months, Placit.5.18.1, cf. IG12(1).53 (Rhodes).
German (Pape)
[Seite 1012] dasselbe, τέκνον, ein Siebenmonatskind, Her. 6, 69; Arist. H. A. 7, 4; ἡ ἑπτάμηνος, Zeit von sieben Monaten, Plut. plac. phil. 5, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτάμηνος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ γεννηθεὶς τὸν ἕβδομον μῆνα μετὰ τὴν σύλληψιν αὐτοῦ, παιδίον, βρέφος, τέκνον ἑπτάμηνον, «ἑφταμηνίτικον», Ἱππ. 254. 24, κ. ἀλλ.˙ τίκτειν τινὰ ἑπτάμηνον, τίκτειν ἑπτάμηνα τέκνα Ἡρόδ. 6. 69, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 9. ΙΙ. ἑπτάμηνος, ἡ, ἑπτὰ μηνῶν χρονικὸν διάστημα, Πλούτ. 2. 907F.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de sept mois ; ἡ ἑπτάμηνος PLUT durée ou période de sept mois.
Étymologie: ἑπτά, μήν.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑπτάμηνος, -ον)
1. αυτός που διαρκεί επτά μήνες («επτάμηνη προθεσμία, παράταση»)
2. το ουδ. ως ουσ. το επτάμηνο
χρονικό διάστημα επτά μηνών
αρχ.
1. αυτός που γεννήθηκε τον έβδομο μήνα μετά τη σύλληψή του, ο εφταμηνίτικος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑπτάμηνος
το επτάμηνο.
Greek Monotonic
ἑπτάμηνος: -ον (μήν), αυτός που γεννήθηκε τον έβδομο μήνα, εφταμηνίτικος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἑπτάμηνος: рожденный семимесячным, семимесячный (τέκνον Her.).