ὑπεραής: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπερᾱής:''' дующий с высоты или неистово ([[ἄελλα]] Hom.).
|elrutext='''ὑπερᾱής:''' [[дующий с высоты или неистово]] ([[ἄελλα]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπερ-ᾱής, ές [[ἄημι]]<br />blowing [[hard]], Il.
|mdlsjtxt=ὑπερ-ᾱής, ές [[ἄημι]]<br />blowing [[hard]], Il.
}}
}}

Revision as of 14:50, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερᾱής Medium diacritics: ὑπεραής Low diacritics: υπεραής Capitals: ΥΠΕΡΑΗΣ
Transliteration A: hyperaḗs Transliteration B: hyperaēs Transliteration C: yperais Beta Code: u(perah/s

English (LSJ)

ές, gen. έος, (ἄημι) A blowing hard, ἄελλα Il.11.297.

German (Pape)

[Seite 1190] ές, gen. έος, von oben herab od. überaus stark wehend, ἄελλα Il. 11, 297.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερᾱής: -ές, γεν. έος, (ἄημι) ὁ πνέως ἰσχυρῶς, ἄελλα Ἰλ. Λ. 297. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπεραεῖ· ὑπεράγοντι κατὰ τὴν πνοήν».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui souffle avec violence.
Étymologie: ὑπέρ, ἄημι.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για θυελλώδη άνεμο) αυτός που πνέει με μεγάλη σφοδρότητα από πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αής (< ἄημι «φυσώ», πιθ. μέσω ενός σιγμόληκτου ουδ., πρβλ. τον τ. του Ησύχ. ἄος
πνεῦμα), πρβλ. δυσ-αής, εὐ-αής].

Greek Monotonic

ὑπερᾱής: -ές (ἄημι), γεν. -έος, αυτός που φυσά δυνατά, με σφοδρότητα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερᾱής: дующий с высоты или неистово (ἄελλα Hom.).

Middle Liddell

ὑπερ-ᾱής, ές ἄημι
blowing hard, Il.