θελεμός: Difference between revisions

From LSJ

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thelemos
|Transliteration C=thelemos
|Beta Code=qelemo/s
|Beta Code=qelemo/s
|Definition=όν, epith. of [[πῶμα]], <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>1027</span> (lyr.): glossed by [[οἰκτρόν]], [[ἥσυχον]], Hsch.; but,= [[θελημός]], acc. to Hdn.Gr.<span class="bibl">1.171</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">EM</span>103.48</span>. Adv. <span class="sense"><span class="bld">A</span> -μῶς Hsch.</span>
|Definition=όν, [[epithet]] of [[πῶμα]], <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>1027</span> (lyr.): glossed by [[οἰκτρόν]], [[ἥσυχον]], Hsch.; but,= [[θελημός]], acc. to Hdn.Gr.<span class="bibl">1.171</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">EM</span>103.48</span>. Adv. <span class="sense"><span class="bld">A</span> -μῶς Hsch.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:33, 23 May 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελεμός Medium diacritics: θελεμός Low diacritics: θελεμός Capitals: ΘΕΛΕΜΟΣ
Transliteration A: thelemós Transliteration B: thelemos Transliteration C: thelemos Beta Code: qelemo/s

English (LSJ)

όν, epithet of πῶμα, A.Supp.1027 (lyr.): glossed by οἰκτρόν, ἥσυχον, Hsch.; but,= θελημός, acc. to Hdn.Gr.1.171, cf. EM103.48. Adv. A -μῶς Hsch.

German (Pape)

[Seite 1192] (nach Arcad. so zu accentuiren, der es wie E. M. mit ἐθελημός zusammenstellt), nur Aesch. Suppl. 1007, ποταμοὺς δ' οἳ διὰ χώρας θελεμὸν πῶμα χέουσιν, freiwillig, von selbst strömend; od. nach Anderen von θάλλω, θηλέω, nährend, befruchtend.

Greek (Liddell-Scott)

θελεμός: όν: - θελεμὸν πῶμα, ἐπὶ τοῦ Νείλου, ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. οἰκτρόν, ἥσυχον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1027· ὁ Coningt. προτείνει θελεμωτέρῳ πνεύματι ὡσαύτως ἐν Θήβ. 707. Ὑποτίθεται ἐν Ε. Μ. 103. 48, ὡς πρῶτος τύπος τοῦ ἐθελημός· καὶ ὁ Ἀρκάδ. 61. 3, λέγει, τὸ δὲ θελεμὸς ἀπὸ τοῦ θελημὸς ὀξύνεται.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui coule ou jaillit de soi-même, ou pê fécondant.
Étymologie: cf. θάλλω ou θηλέω.

Greek Monolingual

-ό (Α θελεμός, -όν)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο θελεμός
θέληση, βούλησηθελεμός τ' αφέντη στραβός ο τοίχος» — η θέληση του αφέντη εκτελείται ακόμη κι αν είναι παράλογη, παροιμ.)
αρχ.
1. αυτός που ρέει μόνος του, με τη θέλησή του
2. ήρεμος, ήσυχος.
επίρρ...
θελεμῶς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἰκτρῶς, ἠσύχως».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. είναι παράγωγο του θέλω, υπάρχει όμως αβεβαιότητα ως προς την ακριβή σημασία και την ετυμολογική προέλευση του αρχαίου].

Russian (Dvoretsky)

θελεμός: [(ἐ)θέλω (о водах Нила) собственной силой текущий, т. е. полноводный, по друг. θάλλω или θηλέω оплодотворяющий, живительный (πῶμα, sc. τῶν ποταμῶν Aesch.).