ἠθαλέος: Difference between revisions
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠθαλέος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[συνηθισμένος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) τιθασευμένος, εξημερωμένος, [[ήμερος]] («ἠθαλέοι ταῡροι», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> ( | |mltxt=[[ἠθαλέος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[συνηθισμένος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) τιθασευμένος, εξημερωμένος, [[ήμερος]] («ἠθαλέοι ταῡροι», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> ([[πρβλ]]. <i>νυστ</i>-<i>αλέος</i>, <i>φρικ</i>-<i>αλέος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:08, 23 August 2021
English (LSJ)
η, ον, (ἦθος) A accustomed, εὐναί Opp.C.2.307; (ταῦροι) ib. 88, cf. Epigr.Gr.1035.23 (Pergam.).
German (Pape)
[Seite 1156] gewohnt, ἠθαλέας τ' εὐνὰς φίλιόν τε νάπαισι μέλαθρον Opp. Cyn. 2, 306; ἠθαλέοι μερόπεσσιν, gewöhnt an, 2, 88.
Greek (Liddell-Scott)
ἠθᾰλέος: -α, -ον, (ἦθος) εἰθισμένος, συνήθης, εὐναί Ὀππ. Κ. 2. 88, 307· ἐπὶ προσώπου, φιλικός, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 23.
Greek Monolingual
ἠθαλέος, -η, -ον (Α)
1. συνηθισμένος
2. (για ζώα) τιθασευμένος, εξημερωμένος, ήμερος («ἠθαλέοι ταῡροι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + κατάλ. -αλέος (πρβλ. νυστ-αλέος, φρικ-αλέος)].