ἀναρπαστός: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
m (Text replacement - "<*>" to "<abbr title="Illegible text in print source">†</abbr>")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όν<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [tb. -ός, -ή, -όν E.<i>Hec</i>.207]<br /><b class="num">1</b> [[raptado]], [[arrebatado]] ὑπὸ τοῦ Βορέου ἀ. Pl.<i>Phdr</i>.229c, cf. E.l.c., ἀναρπαστὸν αὐτὴν γενέσθαι πρὸς ἀπώλειαν que ella fuera arrastrada a la perdición</i> Plu.2.116c, τούτους [ἀν] α[ρ] παστοὺς ποιοῦν apresándolos</i>, <i>POxy</i>.1106.8 (VI d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[entregado al pillaje]] ἀναρπαστοὺς ποιεῖν αὐτῶν τοὺς βίους entregar al pillaje sus propiedades</i> Plb.9.26.7, cf. Hdn.7.3.3.
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">• Morfología:</b> [tb. -ός, -ή, -όν E.<i>Hec</i>.207]<br /><b class="num">1</b> [[raptado]], [[arrebatado]] ὑπὸ τοῦ Βορέου ἀ. Pl.<i>Phdr</i>.229c, cf. E.l.c., ἀναρπαστὸν αὐτὴν γενέσθαι πρὸς ἀπώλειαν que ella fuera arrastrada a la perdición</i> Plu.2.116c, τούτους [ἀν] α[ρ] παστοὺς ποιοῦν apresándolos</i>, <i>POxy</i>.1106.8 (VI d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[entregado al pillaje]] ἀναρπαστοὺς ποιεῖν αὐτῶν τοὺς βίους entregar al pillaje sus propiedades</i> Plb.9.26.7, cf. Hdn.7.3.3.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:20, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρπαστός Medium diacritics: ἀναρπαστός Low diacritics: αναρπαστός Capitals: ΑΝΑΡΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anarpastós Transliteration B: anarpastos Transliteration C: anarpastos Beta Code: a)narpasto/s

English (LSJ)

όν, also ή, όν E.Hec.207 lyr. :—A snatched up, carried off, ἀ. γίγνεσθαι to be carried off, l. c., Pl.Phdr.229c. 2 carried up the country, i. e. into Central Asia, ἀ. γίγνεσθαι πρὸς βασιλέα v. l. in X.Mem.4.2.33. II of things, ἀ. ποιεῖν τὸν βίον to give up his substance as plunder, Plb.9.26.7, cf. Hdn.7.3.3.

German (Pape)

[Seite 205] (das fem. ἀναρπαστή Eur. Hec. 206 rechtfertigt das oxytonon), weggerissen, weggeschleppt, bes, in Vbdg mit γίγνεσθαι, Plat. Phaed. 229 c; ἀν. γίγν. πρὸς βασιλέα, gefangen nach Persien als Sklaven fortgeführt werden, Xen. Mem. 4, 2, 33; Pol. 9, 26; ὑπὸ θανάτου, vom Tode hinweggerafft Luc. Contempl. 17; übh. gewaltsam behandelt, geplündert.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. ἀνάρπαστος.

Spanish (DGE)

-όν
• Morfología: [tb. -ός, -ή, -όν E.Hec.207]
1 raptado, arrebatado ὑπὸ τοῦ Βορέου ἀ. Pl.Phdr.229c, cf. E.l.c., ἀναρπαστὸν αὐτὴν γενέσθαι πρὸς ἀπώλειαν que ella fuera arrastrada a la perdición Plu.2.116c, τούτους [ἀν] α[ρ] παστοὺς ποιοῦν apresándolos, POxy.1106.8 (VI d.C.).
2 entregado al pillaje ἀναρπαστοὺς ποιεῖν αὐτῶν τοὺς βίους entregar al pillaje sus propiedades Plb.9.26.7, cf. Hdn.7.3.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάρπαστος, -όν και -ός, -ή, -όν, Μ ἀνάρπαστος, -η, -ον) αναρπάζω
αυτός που τον αρπάζουν ή τον άρπαξαν βίαια
νεοελλ.
(για εμπορεύματα) αυτός που πουλιέται ή πουλήθηκε πολύ γρήγορα, που εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού
αρχ.
1. αυτός που σύρθηκε βίαια στην αιχμαλωσία ή την εξορία
2. (για πράγματα) αυτός που παραδίδεται στη διαρπαγή, που λεηλατείται.

Greek Monotonic

ἀναρπαστός: -όν και -ή, -όν,
1. αυτός που έχει αρπαχθεί, έχει απαχθεί, σε Ευρ., Πλάτ.
2. αυτός που έχει αρπαχθεί στην ενδοχώρα, δηλ. στην Κεντρική Ασία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀναρπαστός: или ἀνάρπαστος 2 и 3 уведенный насильно, захваченный, похищенный Eur., Xen., Plat., Polyb., Plut., Luc.

Middle Liddell

[from ἀναρπάζω
1. snatched up, carried off, Eur., Plat.
2. carried up the country, i. e. into Central Asia, Xen.