ἐπιμάστιος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιμάστιος]], -ον (Α)<br />[[επιμαστίδιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μάστιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαστός]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ( | |mltxt=[[ἐπιμάστιος]], -ον (Α)<br />[[επιμαστίδιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μάστιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαστός]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. <i>ποτι</i>-<i>μάστιος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, (μαστός) = ἐπιμαστίδιος (at the breast, not yet weaned), ARh. 4.1734, Poll. 2.8.
German (Pape)
[Seite 960] = Vor., Poll. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμάστιος: -ον, (μαστὸς) = τῷ προηγ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1734, Πολυδ. Β΄, 8.
Greek Monolingual
ἐπιμάστιος, -ον (Α)
επιμαστίδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -μάστιος (< μαστός), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ποτι-μάστιος)].