ἐνήλικος: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐνήλῐκος:''' возмужалый, взрослый ([[παῖς]] Plut.). | |elrutext='''ἐνήλῐκος:''' [[возмужалый]], [[взрослый]] ([[παῖς]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐνήλῐκος, ον<br />of age, in the [[prime]] of [[manhood]], Plut. | |mdlsjtxt=ἐνήλῐκος, ον<br />of age, in the [[prime]] of [[manhood]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, = ἐνῆλιξ (of age, in the prime of manhood, adult), Sammelb. 4638.11 (ii BC), IG 7.2712.70 (Acraeph.), Plu. Cat. Ma. 24, etc.
German (Pape)
[Seite 840] = Folgdm, Plut. Cat. mai. 24 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνήλῐκος: ον = τῷ ἑπομ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 51, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 24, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
adulte (propr. qui est en âge).
Étymologie: ἐν, ἡλικός.
Spanish (DGE)
-ον
que ha alcanzado la edad adulta, mayor de edad ἐνήλικοι δὲ γενόμεναι ... κληρονομήσασαι PDryton 33.11 (II a.C.), δοῦλοι IG 7.2712.70, cf. 71 (Acrefia I d.C.), ἐνηλίκοις οὖσι τοῖς υἱοῖς Plu.2.480d, cf. Cat.Ma.24, δισσὴν τέκνων σπορὴν ἀρρένων ἐνήλικον λελοιπεῖαν habiendo dejado doble cosecha de hijos varones en la flor de la vida, ISmyrna 1.11 (heleníst.).
Greek Monolingual
-η, -ο και ενήλιξ, ο, η (AM ἐνῆλιξ, ο, η και ἐνήλικος, -ον) ήλιξ
αυτός που συμπλήρωσε τη νόμιμη ηλικία της αυτεξουσιότητας, που μπήκε στην ανδρική ηλικία.
Greek Monotonic
ἐνήλῐκος: -ον, αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ανδρικής ηλικίας, αυτός που έχει ενηλικιωθεί, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνήλῐκος: возмужалый, взрослый (παῖς Plut.).