λυμαντής: Difference between revisions
From LSJ
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
m (LSJ1 replacement) |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[λυμαντής]], οῦ,<br />as adj. ruining, c. gen., Soph. | |mdlsjtxt=[[λυμαντής]], οῦ,<br />as adj. ruining, c. gen., Soph. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῡ], ὁ, = [[λυμαντήρ]], γάμον [[οἷον]] κατακτήσαιτο λυμαντὴν βίου, Soph. <i>[[Trach]]</i>. 790, <i>das [[Verderben]] seines Lebens</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:44, 24 November 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = λυμαντήριος (injurious, destructive, destroying, ruining), γάμος λ. βίου S. Tr. 793 ; also λυμαντικός, ή, όν, Muson. Fr. 8 p. 34H., Epict. Gnom. 9 ; c. gen., δόγματα λ. οἴκων Arr. Epict. 3.7.20 ; φυομένων (> καρπῶν) Ph. 2.429.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. λυμαντήρ.
Greek Monolingual
λυμαντής, ὁ (Α) λυμαίνω
ως επίθ. καταστρεπτικός, ολέθριος, λυμεώνας («καὶ τὸν Οἰνέως γάμον οἷον κατακτήσαιτο λυμαντὴν βίου», Σοφ.).
Greek Monotonic
λυμαντής: -οῦ, ὁ, ως επίθ., αυτός που καταστρέφει, καταστροφέας, με γεν., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
λῡμαντής: οῦ ὁ Soph. = λυμαντήρ.
Middle Liddell
λυμαντής, οῦ,
as adj. ruining, c. gen., Soph.
German (Pape)
[ῡ], ὁ, = λυμαντήρ, γάμον οἷον κατακτήσαιτο λυμαντὴν βίου, Soph. Trach. 790, das Verderben seines Lebens.