μαραθωνομάχος: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
m (LSJ2 replacement)
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μαραθωνομάχος]] και [[μαραθωνομάχης]])<br /><b>1.</b> [[πολεμιστής]] που μετείχε στη [[μάχη]] [[εναντίον]] τών Περσών στον Μαραθώνα<br /><b>2.</b> (παροιμιωδώς) [[γενναίος]] [[πολεμιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Μαραθώνας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]])].
|mltxt=ο (Α [[μαραθωνομάχος]] και [[μαραθωνομάχης]])<br /><b>1.</b> [[πολεμιστής]] που μετείχε στη [[μάχη]] [[εναντίον]] τών Περσών στον Μαραθώνα<br /><b>2.</b> (παροιμιωδώς) [[γενναίος]] [[πολεμιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Μαραθώνας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]])].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = [[μαραθωνομάχης]].
}}
}}

Revision as of 17:10, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαραθωνομάχος Medium diacritics: μαραθωνομάχος Low diacritics: μαραθωνομάχος Capitals: ΜΑΡΑΘΩΝΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: marathōnomáchos Transliteration B: marathōnomachos Transliteration C: marathonomachos Beta Code: maraqwnoma/xos

English (LSJ)

ὁ, = Μαραθωνομάχης.

Greek Monolingual

ο (Α μαραθωνομάχος και μαραθωνομάχης)
1. πολεμιστής που μετείχε στη μάχη εναντίον τών Περσών στον Μαραθώνα
2. (παροιμιωδώς) γενναίος πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μαραθώνας + -μάχος (< μάχομαι)].

German (Pape)

ὁ, = μαραθωνομάχης.