Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀφροδισιακός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. aphrodisiacus</i> Plin.<i>HN</i> 37.148<br /><b class="num">1</b> [[venéreo]], [[sexual]], [[erótico]] τέρψεις D.S.2.23, ἡδοναί D.S.4.4, σχῆμα Hsch.s.u. σκύλαξ<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. τὰ ἀφροδισιακά [[impulsos sexuales]] ἵνα ... τὰ ἀφροδισιακὰ ἑαυτῆς ἐκτελέσῃ ἡ δεῖνα μετ' ἐμοῦ <i>PMag</i>.4.404.<br /><b class="num">2</b> dud. [[afrodisíaco]] ἐλαίδιο(ν) ἀφροδισιακόν <i>POxy</i>.1293.33 (II d.C.) en <i>BL</i> 6.101, cf. <i>POxy</i>.1293.5, 39.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. aphrodisiacus</i> Plin.<i>HN</i> 37.148<br /><b class="num">1</b> [[venéreo]], [[sexual]], [[erótico]] τέρψεις D.S.2.23, ἡδοναί D.S.4.4, σχῆμα Hsch.s.u. σκύλαξ<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. τὰ ἀφροδισιακά [[impulsos sexuales]] ἵνα ... τὰ ἀφροδισιακὰ ἑαυτῆς ἐκτελέσῃ ἡ δεῖνα μετ' ἐμοῦ <i>PMag</i>.4.404.<br /><b class="num">2</b> dud. [[afrodisíaco]] ἐλαίδιο(ν) ἀφροδισιακόν <i>POxy</i>.1293.33 (II d.C.) en <i>BL</i> 6.101, cf. <i>POxy</i>.1293.5, 39.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:45, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφροδισιακός Medium diacritics: ἀφροδισιακός Low diacritics: αφροδισιακός Capitals: ΑΦΡΟΔΙΣΙΑΚΟΣ
Transliteration A: aphrodisiakós Transliteration B: aphrodisiakos Transliteration C: afrodisiakos Beta Code: a)frodisiako/s

English (LSJ)

ή, όν, sexual, τέρψεις DS. 2.23; [λίθος] a precious stone with aphrodisiac properties, Plin. HN 37.148; ἔλαιον POxy. 1293.5 (ii AD).

German (Pape)

[Seite 415] zum Liebesgenuß gehörig, ἡδοναί Diod. Sic. 2, 23; λίθος, ein Edelstein, Plin. H. N. 37, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφροδῑσιακός: -ή, -όν, εἰς τὰ ἀφροδίσια, τὰς σαρκικὰς ἡδονὰς ἀνήκων, τέρψεις Διόδ. 2. 23.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): lat. aphrodisiacus Plin.HN 37.148
1 venéreo, sexual, erótico τέρψεις D.S.2.23, ἡδοναί D.S.4.4, σχῆμα Hsch.s.u. σκύλαξ
neutr. plu. subst. τὰ ἀφροδισιακά impulsos sexuales ἵνα ... τὰ ἀφροδισιακὰ ἑαυτῆς ἐκτελέσῃ ἡ δεῖνα μετ' ἐμοῦ PMag.4.404.
2 dud. afrodisíaco ἐλαίδιο(ν) ἀφροδισιακόν POxy.1293.33 (II d.C.) en BL 6.101, cf. POxy.1293.5, 39.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀφροδισιακός, -ή, -όν) αφροδίσιος
1. (για διάφορες ουσίες και φάρμακα) διεγερτικός, αυτός που προκαλεί γενετήσια επιθυμία και υποβοηθεί την εκτέλεση της σεξουαλικής πράξης
2. «ἀφροδισιακός λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου για τον οποίο πίστευαν στην αρχαιότητα ότι έχει διεγερτικές ιδιότητες.

Russian (Dvoretsky)

ἀφροδῑσιᾰκός: любовный (ἡδονή Diod.).