ἐπαυχένιος: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπαυχένιος:''' давящий или сжимающий шею ([[ζυγόν]] Pind.; [[κυνάγχη]] Anth.).
|elrutext='''ἐπαυχένιος:''' [[давящий или сжимающий шею]] ([[ζυγόν]] Pind.; [[κυνάγχη]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[αὐχήν]]<br />on or for the [[neck]], Anth.
|mdlsjtxt=[[αὐχήν]]<br />on or for the [[neck]], Anth.
}}
}}

Revision as of 14:35, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαυχένιος Medium diacritics: ἐπαυχένιος Low diacritics: επαυχένιος Capitals: ΕΠΑΥΧΕΝΙΟΣ
Transliteration A: epauchénios Transliteration B: epauchenios Transliteration C: epafchenios Beta Code: e)pauxe/nios

English (LSJ)

ον, (< αὐχήν) on or for the neck, ζυγόν Pi. P. 2.93; κύναγχα AP 6.34 (Rhian.).

German (Pape)

[Seite 907] auf dem Nacken; ζυγόν Pin. P. 2, 93; κυνάγχη Rhian. 8 (VI, 34).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαυχένιος: -ον, (αὐχὴν) ὁ ἐπὶ τοῦ αὐχένος ἢ περὶ τὸν αὐχένα, ἐπαυχένιος ζυγὸς Πινδ. Π. 2. 172· ἐπαυχένιον κυνάγχαν Ἀνθ. Π. 6. 34.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui étreint le cou ou la gorge.
Étymologie: ἐπί, αὐχήν.

English (Slater)

ἐπαυχένιος
   1 on one's shoulders φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει (P. 2.93)

Greek Monolingual

ἐπαυχένιος, -ον) αυχήν
αυτός που βρίσκεται πάνω ή γύρω από τον αυχένα («ἐπαυχένιος ζυγός», Πίνδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. α) τὸ ἐπαυχένιον
δερμάτινη λωρίδα που αποτελεί τμήμα της σαγής του αλόγου ή του ημιόνου
β. ναυτ. τὰ ἐπαυχένια
ξύλινα εξαρτήματα που χρησιμεύουν στο να συγκρατούν τα ξάρτια του πλοίου στη θέση τους.

Greek Monotonic

ἐπαυχένιος: -ον (αὐχήν), αυτός που βρίσκεται πάνω ή αναφέρεται στον αυχένα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαυχένιος: давящий или сжимающий шею (ζυγόν Pind.; κυνάγχη Anth.).

Middle Liddell

αὐχήν
on or for the neck, Anth.