λέως: Difference between revisions
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leos | |Transliteration C=leos | ||
|Beta Code=le/ws | |Beta Code=le/ws | ||
|Definition=or λείως, Ion. Adv. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[entirely]], [[wholly]], [[at all]], λείως γὰρ οὐδὲν ἐφρόνεον <span class="bibl">Archil.112</span>, cf. Hp. ap. Erot.et Gal.19.118:—elsewh. only found in the compds. λεωργός (q.v.); λεω-κόνητος, λεχ-κόνιτος, or λεχ-κόρητος, [[utterly destroyed]], Theognost.<span class="title">Can.</span>9, Hsch., Phot.: λεώλεθρος, λεώλης, ες, [[utterly destroyed]], Hsch. (also λειώλης, q.v., cf. λιωλεθρία Hsch.): λεωπάτητος [ᾰ], ον, [[varia lectio|v.l.]] for [[λακπάτητος]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span> 1275</span>.—The Gramm. expl. it as shortd. for [[τελέως]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>58.12</span>, Erot.l.c. (ubi [[λίως]] codd.), Gal.l.c. (ubi male [[λεῶς]]), <span class="bibl"><span class="title">EM</span>560.31</span>.</span> | |Definition=or λείως, Ion. Adv. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[entirely]], [[wholly]], [[at all]], λείως γὰρ οὐδὲν ἐφρόνεον <span class="bibl">Archil.112</span>, cf. Hp. ap. Erot.et Gal.19.118:—elsewh. only found in the compds. λεωργός ([[quod vide|q.v.]]); λεω-κόνητος, λεχ-κόνιτος, or λεχ-κόρητος, [[utterly destroyed]], Theognost.<span class="title">Can.</span>9, Hsch., Phot.: λεώλεθρος, λεώλης, ες, [[utterly destroyed]], Hsch. (also λειώλης, [[quod vide|q.v.]], cf. λιωλεθρία Hsch.): λεωπάτητος [ᾰ], ον, [[varia lectio|v.l.]] for [[λακπάτητος]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span> 1275</span>.—The Gramm. expl. it as shortd. for [[τελέως]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>58.12</span>, Erot.l.c. (ubi [[λίως]] codd.), Gal.l.c. (ubi male [[λεῶς]]), <span class="bibl"><span class="title">EM</span>560.31</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:23, 5 February 2021
English (LSJ)
or λείως, Ion. Adv. A entirely, wholly, at all, λείως γὰρ οὐδὲν ἐφρόνεον Archil.112, cf. Hp. ap. Erot.et Gal.19.118:—elsewh. only found in the compds. λεωργός (q.v.); λεω-κόνητος, λεχ-κόνιτος, or λεχ-κόρητος, utterly destroyed, Theognost.Can.9, Hsch., Phot.: λεώλεθρος, λεώλης, ες, utterly destroyed, Hsch. (also λειώλης, q.v., cf. λιωλεθρία Hsch.): λεωπάτητος [ᾰ], ον, v.l. for λακπάτητος, S.Ant. 1275.—The Gramm. expl. it as shortd. for τελέως, A.D.Pron.58.12, Erot.l.c. (ubi λίως codd.), Gal.l.c. (ubi male λεῶς), EM560.31.
German (Pape)
[Seite 37] = τελέως, nach Apollon. pron. 334 u. E. M. aus Archil.; es hängt entweder mit λίαν zusammen, od. mit λεώς, insofern Volk auch eine Gesammtheit, Ganzheit bedeutet, oder mit λεῖος, wie plane, platterdings.
Greek (Liddell-Scott)
λέως: ἢ λείως, Ἰων. ἐπίρρ. = λίαν, ἐντελῶς, ὁλοσχερῶς, ὁλοκλήρως, παντελῶς, λείως γὰρ οὐδὲν ἐφρόνεον Ἀρχίλ. 112· ἀλλαχοῦ ἀπαντῶν μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις λεωργὸς (ὃ ἴδε)· λεωκόνητος, -κόνιτος, ἢ -κόρητος, παντελῶς ἐξωλοθρευμένος, Θεογνώστ. Καν. σ. 9. 32, Ἡσύχ., Φώτ.· λεώλεθρος, λεώλης, -ες, τελείως ἐξώλης, Ἡσύχ.· λεωπάτητος, διάφ. γραφ. ἀντὶ λακπάτητος, ἐν Σοφ. Ἀντ. 1275. - Οἱ Γραμμ. ἑρμηνεύουσιν αὐτὸ ὡς συντετμημένον ἐκ τοῦ τελέως, Ἀπολλοδ. Δύσκ. π. Ἀντων. 334, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 514 (ἔνθα κακῶς: λεῶς), Ἐτυμολ. Μέγ. 560. 31.
Greek Monolingual
λέως, ιων. τ. λείως (Α)
επίρρ. εντελώς, παντελώς, ολοσχερώς («λείως γὰρ οὐδὲν ἐφρόνεων», Αρχίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος
ο τ. λέως κατά τα ἡδέως, τελέως. (Για τη σχέση του λέως με τα σύνθ. που έχουν α' συνθετικό λεω- βλ. λεωκόνητος)].
Greek Monotonic
λέως: Ιων. επίρρ. = λίαν, εντελώς, ολοσχερώς, παντελώς, λέως οὐδέν, καθόλου, σε Αρχίλ.· πρβλ. λεωργός.
Middle Liddell
[ionic adv. = λίαν
entirely, wholly, λ. οὐδέν nothing at all, Archil.; cf. λεωργός.