λαχνώδης: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λαχνώδης:''' заросший, поросший: [[οὖδας]] χλόης λαχνῶδες Eur. покрытый растительностью (цветущий) луг.
|elrutext='''λαχνώδης:''' [[заросший]], [[поросший]]: [[οὖδας]] χλόης λαχνῶδες Eur. покрытый растительностью (цветущий) луг.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λαχνώδης]], ες [[εἶδος]] = [[λαχνήεις]]<br />[[downy]], Eur.
|mdlsjtxt=[[λαχνώδης]], ες [[εἶδος]] = [[λαχνήεις]]<br />[[downy]], Eur.
}}
}}

Revision as of 14:57, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαχνώδης Medium diacritics: λαχνώδης Low diacritics: λαχνώδης Capitals: ΛΑΧΝΩΔΗΣ
Transliteration A: lachnṓdēs Transliteration B: lachnōdēs Transliteration C: lachnodis Beta Code: laxnw/dhs

English (LSJ)

ες, A = λαχνήεις, λαχνῶδες οὖδας χλόης the ground downy with grass, E.Cyc.541; gloss on v.l. ἔγχνοα in Nic.Th.762.

German (Pape)

[Seite 20] ες, wie λαχνήεις, übertr. von Pflanzen, λαχνῶδες οὖδας ἀνθηρᾶς χλόης, Eur. Cycl. 539, vom ersten, zarten Grase des Frühlings; Schol. Nic. Ther. 762 erkl. ἔγχνοα durch λαχνώδη.

Greek (Liddell-Scott)

λαχνώδης: -ες, (εἶδος) = λαχνήεις, οὖδας χλόης λαχνῶδες, τὸ ἔδαφος χνοῶδες ἐκ τῆς χλόης, Εὐρ. Κύκλ. 541.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
chevelu ; couvert de végétation.
Étymologie: λάχνη, -ωδης.

Greek Monolingual

λαχνώδης, -ώδες (Α) λάχνη
χνουδωτός.

Greek Monotonic

λαχνώδης: -ες (εἶδος), = λαχνήεις, χνουδωτός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λαχνώδης: заросший, поросший: οὖδας χλόης λαχνῶδες Eur. покрытый растительностью (цветущий) луг.

Middle Liddell

λαχνώδης, ες εἶδος = λαχνήεις
downy, Eur.