λαχνώδης
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
λαχνῶδες, = λαχνήεις, λαχνῶδες οὖδας χλόης = the ground downy with grass, E.Cyc.541; Glossaria on v.l. ἔγχνοα in Nic.Th.762.
German (Pape)
[Seite 20] ες, wie λαχνήεις, übertr. von Pflanzen, λαχνῶδες οὖδας ἀνθηρᾶς χλόης, Eur. Cycl. 539, vom ersten, zarten Grase des Frühlings; Schol. Nic. Ther. 762 erkl. ἔγχνοα durch λαχνώδη.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
chevelu ; couvert de végétation.
Étymologie: λάχνη, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
λαχνώδης: заросший, поросший: οὖδας χλόης λαχνῶδες Eur. покрытый растительностью (цветущий) луг.
Greek (Liddell-Scott)
λαχνώδης: -ες, (εἶδος) = λαχνήεις, οὖδας χλόης λαχνῶδες, τὸ ἔδαφος χνοῶδες ἐκ τῆς χλόης, Εὐρ. Κύκλ. 541.
Greek Monolingual
λαχνώδης, -ώδες (Α) λάχνη
χνουδωτός.
Greek Monotonic
λαχνώδης: -ες (εἶδος), = λαχνήεις, χνουδωτός, σε Ευρ.