χηναλώπηξ: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εκος (ὁ) :<br />oie | |btext=εκος (ὁ) :<br />oie d'Égypte, <i>sorte de canard, oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χήν]], [[ἀλώπηξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 12:45, 23 August 2022
English (LSJ)
εκος, ὁ (ἡ Herod.4.31. v.l. in Ael.NA5.30), A Egyptian goose, Chenalopex aegyptiaca, Hdt.2.72, Ar.Av.1295, Arist.HA593b22, Herod.4.31.
German (Pape)
[Seite 1353] εκος, ὁ, die Fuchsgans, eine ägyptische, in Löchern lebende Gänse- od. Entenart; Her. 2, 72; Ar. Av. 1294; Arist. H. A. 8, 3 unterschieden von πηνέλωψ. Vgl. χηνέλωψ.
Greek (Liddell-Scott)
χηνᾰλώπηξ: εκος, ὁ, εἶδος χηνὸς διαιτωμένης ἐν ὀπαῖς, εὑρισκομένης δὲ ἐν Αἰγύπτῳ Anasfadorna ἢ Aegyptiaca, Ἡρόδ. 2. 72. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1295, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 16. ― ‘Υποκορ. χηναλωπεκιδεύς, έως, ὀ, Αἰλ. π. Ζ. 7. 47. ― Ἐπίθ., χηναλωπέκειος, α, ον, ᾠὰ Ἀθήν. 58Β.
French (Bailly abrégé)
εκος (ὁ) :
oie d'Égypte, sorte de canard, oiseau.
Étymologie: χήν, ἀλώπηξ.
Spanish
Greek Monolingual
-εκος, ή, ΝΑ, και τ. αρσ. χηναλώπηξ, ὁ, Α
(λογ. τ.) είδος αιγυπτιακής χήνας που ζει μέσα σε τρύπες στο χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + ἀλώπηξ (πρβλ. κυν-αλώπηξ)].
Greek Monotonic
χηνᾰλώπηξ: -εκος, ὁ, χήνα-αλεπού, αιγυπτιακό είδος χήνας, που ζει σε τρύπες, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Middle Liddell
χην-ᾰλώπηξ, εκος, ὁ,
the fox-goose, vulpanser, an Egyptian species, living in holes, Hdt., Ar.