κεντροφόρος: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[κεντροφόρος]], -ον) <b>νεοελλ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] καρχαροειδών χονδριχθύων της οικογένειας squalidae<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κεντρί]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κεντροφόρος]]<br />ο [[κεντρίνης]]<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελεί το [[κέντρο]] της οικουμένης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), | |mltxt=-ο (Α [[κεντροφόρος]], -ον) <b>νεοελλ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] καρχαροειδών χονδριχθύων της οικογένειας squalidae<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κεντρί]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κεντροφόρος]]<br />ο [[κεντρίνης]]<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελεί το [[κέντρο]] της οικουμένης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>βαθμο</i>-[[φόρος]], <i>πυρ</i>-[[φόρος]]. Ως [[επιστημονικός]] όρος, η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>centrophorus</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A with a sting, Id. s.v. τενθρηδών. 2 Subst., -φόρος, ὁ, = κεντρίνης 1, Opp.H.4.244. II containing the centre of the universe, Porph. ap. Eus.PE3.11.
German (Pape)
[Seite 1418] einen Stachel tragend, Opp. Hal. 4, 244; vom Skorpion, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κεντροφόρος: -ον, ἔχων κέντρον, Ὀππ. Ἁλ. 4. 244.
Greek Monolingual
-ο (Α κεντροφόρος, -ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος καρχαροειδών χονδριχθύων της οικογένειας squalidae
αρχ.
1. αυτός που έχει κεντρί
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κεντροφόρος
ο κεντρίνης
3. αυτός που αποτελεί το κέντρο της οικουμένης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. βαθμο-φόρος, πυρ-φόρος. Ως επιστημονικός όρος, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. centrophorus].