ἀγμός: Difference between revisions
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[rompiente]], [[acantilado]] κοιλωπὸς [[ἀγμός]] E.<i>IT</i> 263<br /><b class="num">•</b>[[monte]], [[pico]] διὰ ... νάπης ἀγμῶν τ' ἐπήδων E.<i>Ba</i>.1094, κοίλη τε φάραγξ καὶ τρηχέες ἀγμοί Nic.<i>Th</i>.146, κνώδαλα ... ἀεὶ περιβόσκεται ἀγμούς Nic.<i>Al</i>.391, cf. St.Byz.s.u. Ὄαξος.<br /><b class="num">2</b> [[fractura]] περὶ ἀγμῶν tít. de una obra de Hp., Gal.18(2).323. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[rompiente]], [[acantilado]] κοιλωπὸς [[ἀγμός]] E.<i>IT</i> 263<br /><b class="num">•</b>[[monte]], [[pico]] διὰ ... νάπης ἀγμῶν τ' ἐπήδων E.<i>Ba</i>.1094, κοίλη τε φάραγξ καὶ τρηχέες ἀγμοί Nic.<i>Th</i>.146, κνώδαλα ... ἀεὶ περιβόσκεται ἀγμούς Nic.<i>Al</i>.391, cf. St.Byz.s.u. Ὄαξος.<br /><b class="num">2</b> [[fractura]] περὶ ἀγμῶν tít. de una obra de Hp., Gal.18(2).323.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἄγνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:05, 20 July 2021
English (LSJ)
ὁ, (ἄγνυμι) A fracture of a bone, περὶἀγμῶν, title of treatise by Hp., etc. II broken cliff, crag, E.IT263; pl., Id.Ba.1094, Nic.Al.391, St.Byz. s.v. Ὀαξός.
German (Pape)
[Seite 17] ὁ, 1) Bruch, Med. – 2) plur. jähe Abhänge, Klüfte, Eur. Bacch. 1094; Nic. Th. 146; τρηχέες Al. 651, Ufer.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγμός: ὁ, (ἄγνυμι) κάταγμα, θραῦσις ὀστοῦ· Περὶ ἀγμῶν, ἐπιγραφὴ συγγράματός τινος τοῦ Ἱπποκρ. ΙΙ. κοιλωτὸν ῥῆγμα κρημνοῦ, κοινῶς «σπηλῃά», Εὐρ. Ι. Τ. 263· κατὰ πληθ., ὁ αὐτ. Βάκχ. 1094, Νικ. Ἀλεξιφ. 391.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
lieux abrupts, escarpés.
Étymologie: ἄγνυμι.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 rompiente, acantilado κοιλωπὸς ἀγμός E.IT 263
•monte, pico διὰ ... νάπης ἀγμῶν τ' ἐπήδων E.Ba.1094, κοίλη τε φάραγξ καὶ τρηχέες ἀγμοί Nic.Th.146, κνώδαλα ... ἀεὶ περιβόσκεται ἀγμούς Nic.Al.391, cf. St.Byz.s.u. Ὄαξος.
2 fractura περὶ ἀγμῶν tít. de una obra de Hp., Gal.18(2).323.
• Etimología: Cf. ἄγνυμι.
Greek Monotonic
ἀγμός: ὁ (ἄγνυμι), ρήγμα βράχου, γκρεμού, απότομος βράχος, σπηλιά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγμός: ὁ досл. перелом, излом, перен. утес, скала (κοιλωπὸς ἀ. Eur.).
Middle Liddell
ἄγνυμι
a broken cliff, crag, Eur.