ὀδαγμός: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
mNo edit summary |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀδαγμός:''' ὁ Soph. v. l. = [[ἀδαγμός]]. | |elrutext='''ὀδαγμός:''' ὁ Soph. [[varia lectio|v.l.]] = [[ἀδαγμός]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὀδαγμός]], οῦ, ὁ, [ὀδάξομαι] = [[ἀδαγμός]], Soph.] | |mdlsjtxt=[[ὀδαγμός]], οῦ, ὁ, [ὀδάξομαι] = [[ἀδαγμός]], Soph.] | ||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 9 January 2022
English (LSJ)
ὁ, (ὀδάξομαι) A itching, irritation, S.Tr.770 codd.: ἀδαγμός Phot.
German (Pape)
[Seite 291] ὁ, ion. ἀδαγμός, das Beißen, Jucken, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδαγμός: ὁ, (ὀδάξομαι) κνησμός, ἐρεθισμός: οὕτω γράφεται ἡ λέξις ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Σοφοκλ. ἐν Τρ. 770, ἔνθα νῦν ἀδαγμός.
Greek Monolingual
ὀδαγμός και, κατά τον Φώτ. ἀδαγμός, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) κνησμός, φαγούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οδαγ-, πρβλ. παθ. υπερσ. ὠ-δάγ-μην, του ρ. ὀδάζω / ὀδάζομαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. -μός (πρβλ. κηρυγ-μός)].
Greek Monotonic
ὀδαγμός: ὁ (ὀδάξομαι), = ἀδαγμός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀδαγμός: ὁ Soph. v.l. = ἀδαγμός.