ἐπίστιος: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίστιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εφέστιος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἐπίστιος]]<br />το [[ανίσωμα]]. το [[κρασί]] που προσέφεραν [[κατά]] την [[υποδοχή]] ξένου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἐπίστιον]]<br />στεγασμένος [[τόπος]] όπου φυλάγονταν τα ανελκυσμένα πλοία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο Αρίσταρχος ερμηνεύει τη λ. <i>επίστιον</i> «[[εφέστιος]]», [[πράγμα]] που δημιουργεί προβλήματα, ενώ φαίνεται πιθανότερο να προέρχεται από θ. <i>επι</i>-<i>στα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ίστημι]]). Το δε θηλ. η [[επίστιος]] απαντά ως επίθ. στη λ. [[κύλιξ]] και έχει τη [[σημασία]] [[εφέστιος]] «επί της εστίας», [[σημασία]] που [[προφανώς]] αποδόθηκε εσφαλμένα και στο ουδ. <i>επίστιον</i> από τον Αρίσταρχο. Η [[επίστιος]] [[κύλιξ]] «[[κούπα]] [[πάνω]] στην [[εστία]]» αποτελούσε [[ένδειξη]] καλής υποδοχής].
|mltxt=[[ἐπίστιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εφέστιος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἐπίστιος]]<br />το [[ανίσωμα]]. το [[κρασί]] που προσέφεραν [[κατά]] την [[υποδοχή]] ξένου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἐπίστιον]]<br />στεγασμένος [[τόπος]] όπου φυλάγονταν τα ανελκυσμένα πλοία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο Αρίσταρχος ερμηνεύει τη λ. <i>επίστιον</i> «[[εφέστιος]]», [[πράγμα]] που δημιουργεί προβλήματα, ενώ φαίνεται πιθανότερο να προέρχεται από θ. <i>επι</i>-<i>στα</i> ([[πρβλ]]. [[ίστημι]]). Το δε θηλ. η [[επίστιος]] απαντά ως επίθ. στη λ. [[κύλιξ]] και έχει τη [[σημασία]] [[εφέστιος]] «επί της εστίας», [[σημασία]] που [[προφανώς]] αποδόθηκε εσφαλμένα και στο ουδ. <i>επίστιον</i> από τον Αρίσταρχο. Η [[επίστιος]] [[κύλιξ]] «[[κούπα]] [[πάνω]] στην [[εστία]]» αποτελούσε [[ένδειξη]] καλής υποδοχής].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίστιος Medium diacritics: ἐπίστιος Low diacritics: επίστιος Capitals: ΕΠΙΣΤΙΟΣ
Transliteration A: epístios Transliteration B: epistios Transliteration C: epistios Beta Code: e)pi/stios

English (LSJ)

ον, Ion. for ἐφέστιος (q.v.). II. ἐπίστιος, , = ἀνίσωμα, πίνουσα τὴν ἐ. Anacr.90.4.

German (Pape)

[Seite 984] ion. = ἐφέστιος, zum Hausheerde gehörig, im Hause aufgenommen, der Gast, Her. 1, 35, Ζεὺς ἐπ. = ξένιος, 1, 44; ἡ ἐπ. κύλιξ, zum Willkommen, Anacr. Ath. X, 447 c; – τὸ ἐπίστιον ist – a) bei Hom. das Schirmdach, unter welchem die aufs Land gezogenen Schiffe standen, Od. 6, 265. Vgl. νεώσοικος u. νεώριον. – b) bei Her. 5, 72. 73 der zu einem Hause gehörige Hausstand, Familie.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίστιος: -ον, Ἰων. ἀντὶ ἐφέστιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne le foyer domestique : Ζεὺς ἐπίστιος Zeus protecteur du foyer domestique ; τὸ ἐπίστιον état d’une maison, d’une famille ; famille.
Étymologie: ἐπί, ἑστία ; ion. c. ἐφέστιος.

Greek Monolingual

ἐπίστιος, -ον (Α)
1. εφέστιος
2. το θηλ. ως ουσ.ἐπίστιος
το ανίσωμα. το κρασί που προσέφεραν κατά την υποδοχή ξένου
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίστιον
στεγασμένος τόπος όπου φυλάγονταν τα ανελκυσμένα πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο Αρίσταρχος ερμηνεύει τη λ. επίστιον «εφέστιος», πράγμα που δημιουργεί προβλήματα, ενώ φαίνεται πιθανότερο να προέρχεται από θ. επι-στα (πρβλ. ίστημι). Το δε θηλ. η επίστιος απαντά ως επίθ. στη λ. κύλιξ και έχει τη σημασία εφέστιος «επί της εστίας», σημασία που προφανώς αποδόθηκε εσφαλμένα και στο ουδ. επίστιον από τον Αρίσταρχο. Η επίστιος κύλιξ «κούπα πάνω στην εστία» αποτελούσε ένδειξη καλής υποδοχής].

Greek Monotonic

ἐπίστιος: -ον, Ιων. αντί ἐφέστιος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίστιος: ион. = ἐφέστιος.