παλλακεία: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παλλᾰκεία''': ἡ, ἡ [[μετὰ]] παλλακῆς [[συνοίκησις]], Ἰσαῖ. 41, ἐν τέλ. (τὰ Ἀντίγραφα παλλακίδι Bekk. παλλακίᾳ), Στράβ. 816, πρβλ. Ἀθήν. 573Β.
|lstext='''παλλᾰκεία''': ἡ, ἡ μετὰ παλλακῆς [[συνοίκησις]], Ἰσαῖ. 41, ἐν τέλ. (τὰ Ἀντίγραφα παλλακίδι Bekk. παλλακίᾳ), Στράβ. 816, πρβλ. Ἀθήν. 573Β.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[παλλακία]], η (Α [[παλλακεία]] ή [[παλλακία]])<br />η [[συμβίωση]] άνδρα και γυναίκας, [[χωρίς]] να συνδέονται με νόμιμο γάμο, η [[συμβίωση]] άνδρα με [[παλλακίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[παλλακία]] <span style="color: red;"><</span> [[παλλακή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>. Ο τ. [[παλλακεία]] <span style="color: red;"><</span> [[παλλακεύω]]].
|mltxt=και [[παλλακία]], η (Α [[παλλακεία]] ή [[παλλακία]])<br />η [[συμβίωση]] άνδρα και γυναίκας, [[χωρίς]] να συνδέονται με νόμιμο γάμο, η [[συμβίωση]] άνδρα με [[παλλακίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[παλλακία]] <span style="color: red;"><</span> [[παλλακή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>. Ο τ. [[παλλακεία]] <span style="color: red;"><</span> [[παλλακεύω]]].
}}
}}

Revision as of 11:57, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παλλᾰκεία Medium diacritics: παλλακεία Low diacritics: παλλακεία Capitals: ΠΑΛΛΑΚΕΙΑ
Transliteration A: pallakeía Transliteration B: pallakeia Transliteration C: pallakeia Beta Code: pallakei/a

English (LSJ)

or παλλακία, ἡ, A concubinage, Is.3.39 (παλλακίδι codd.), Str. 17.1.46, Peripl.M.Rubr.49.

German (Pape)

[Seite 452] ἡ, Kebsweiberei, Buhlschaft; Strab. XVII, 816; Ath. XIII, 573 b las so auch bei Dem. 59, 122, wo jetzt θεραπεία steht.

Greek (Liddell-Scott)

παλλᾰκεία: ἡ, ἡ μετὰ παλλακῆς συνοίκησις, Ἰσαῖ. 41, ἐν τέλ. (τὰ Ἀντίγραφα παλλακίδι Bekk. παλλακίᾳ), Στράβ. 816, πρβλ. Ἀθήν. 573Β.

Greek Monolingual

και παλλακία, η (Α παλλακεία ή παλλακία)
η συμβίωση άνδρα και γυναίκας, χωρίς να συνδέονται με νόμιμο γάμο, η συμβίωση άνδρα με παλλακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παλλακία < παλλακή + κατάλ. -ία. Ο τ. παλλακεία < παλλακεύω].