διαφροντίζω: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαφροντίζω''': [[σκέπτομαι]], μελετῶ τι, ἀκριβῶς [[ἐξετάζω]], τι Ἱππ. Ἀέρ. 280· δ. [[δρᾶμα]], συνθέτω, Λατ. meditari, Αἰλ. ΙΙ. Ἱ. 2. 21·- ἀπολ., μελετῶ, [[σκέπτομαι]], Ἐπικρ. Ἀδήλ. 1. 22. 2) [[μετὰ]] γεν., [[φροντίζω]] περὶ τινος, [[προσέχω]] τι, φυλάττω, Ἀριστ. Πολ. 2. 4, 8.
|lstext='''διαφροντίζω''': [[σκέπτομαι]], μελετῶ τι, ἀκριβῶς [[ἐξετάζω]], τι Ἱππ. Ἀέρ. 280· δ. [[δρᾶμα]], συνθέτω, Λατ. meditari, Αἰλ. ΙΙ. Ἱ. 2. 21·- ἀπολ., μελετῶ, [[σκέπτομαι]], Ἐπικρ. Ἀδήλ. 1. 22. 2) μετὰ γεν., [[φροντίζω]] περὶ τινος, [[προσέχω]] τι, φυλάττω, Ἀριστ. Πολ. 2. 4, 8.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:30, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφροντίζω Medium diacritics: διαφροντίζω Low diacritics: διαφροντίζω Capitals: ΔΙΑΦΡΟΝΤΙΖΩ
Transliteration A: diaphrontízō Transliteration B: diaphrontizō Transliteration C: diafrontizo Beta Code: diafronti/zw

English (LSJ)

A meditate on, consider, τι Hp.Aër.1; δ. δρᾶμα compose, Ael.VH2.21: abs., meditate, Epicr.11.22. 2 c. gen., take care of, pay regard to, Arist.Pol.1262b20.

German (Pape)

[Seite 612] genau erwägen, durchdenken; Hippocr.; τινός, Arist. Polit. 2, 4; absol., Epicrat. Ath. II, 54 (v. 22); aussinnen, δρᾶμα Ael. V. H. 2, 21.

Greek (Liddell-Scott)

διαφροντίζω: σκέπτομαι, μελετῶ τι, ἀκριβῶς ἐξετάζω, τι Ἱππ. Ἀέρ. 280· δ. δρᾶμα, συνθέτω, Λατ. meditari, Αἰλ. ΙΙ. Ἱ. 2. 21·- ἀπολ., μελετῶ, σκέπτομαι, Ἐπικρ. Ἀδήλ. 1. 22. 2) μετὰ γεν., φροντίζω περὶ τινος, προσέχω τι, φυλάττω, Ἀριστ. Πολ. 2. 4, 8.

French (Bailly abrégé)

méditer sur, acc..
Étymologie: διά, φροντίζω.

Spanish (DGE)

1 examinar, considerar, tomar en consideración c. ac. τὴν θέσιν αὐτῆς (τῆς πόλεως) Hp.Aër.1, c. gen. υἱῶν Arist.Pol.1262b20
abs. reflexionar χρόνον οὐκ ὀλίγον διεφρόντιζον Epicr.10.22.
2 idear, componer τὸ δρᾶμα Ael.VH 2.21.

Greek Monolingual

διαφροντίζω (Α)
1. σκέπτομαι, μελετώ κάτι
2. γεν. φροντίζω, προσέχω, φυλάσσω («διαφροντίζειν ἥκιστα ἀναγκαῖον ἐν τῇ πολιτείᾳ τῇ τοιαύτη ἢ πατέρα ὡς υἱῶν», Αριστοτ. Πολιτεία).

Russian (Dvoretsky)

διαφροντίζω: иметь попечение, заботиться (τὴν οἰκειότητα Arst.).