σύσκιος: Difference between revisions
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[σύσκιος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιβάλλεται από [[παντού]] από [[σκιά]] («ἐν τοῖς συσκίοις ἄλσεσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σύσκιο</i>(<i>ν</i>)<br />[[τόπος]] [[πυκνά]] σκιασμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>πυκνή [[σκιά]] ( | |mltxt=-α, -ο / [[σύσκιος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιβάλλεται από [[παντού]] από [[σκιά]] («ἐν τοῖς συσκίοις ἄλσεσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σύσκιο</i>(<i>ν</i>)<br />[[τόπος]] [[πυκνά]] σκιασμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>πυκνή [[σκιά]] («τοῦ τε ἄγνού τὸ [[ὕψος]] καὶ τὸ σύσκιον πάγκαλον», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκιά]]), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>σκιος</i>. Το επίθ. λειτουργεί ως υποχωρητ. παρ. του ρ. [[συσκιάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:25, 13 June 2022
English (LSJ)
ον, A closely shaded, thickly shaded, X.Cyn. 8.4, Arist.HA556a25; τὸ σ. the thick shade of a tree, Pl.Phdr.230b; the closely-shaded place, Luc.Anach.16.
German (Pape)
[Seite 1042] ganz umschattet, bedeckt; Xen. Cyn. 8, 4; ἄλσος, Orph.; δάφναι, Alciphr. 1, 39; τὸ σύσκιον, das Schattige, der Schatten, τοῦ ἄγνου, Plat. Phaedr. 230 b; Luc. Gymn. 16.
Greek (Liddell-Scott)
σύσκιος: -ον, ὁ ἔχων πυκνὴν σκιάν, πυκνῶς ἐσκιασμένος, Ξεν. Κυν. 8, 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30, 3· τὸ σύσκιον, ἡ πυκνὴ σκιὰ δένδρου, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Β· σύσκιόν τι, τόπος πυκνῶς ἐσκιασμένος, Λουκ. Ἀνάχαρσ. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ombragé.
Étymologie: σύν, σκιά.
Greek Monolingual
-α, -ο / σύσκιος, -ον, Α
1. αυτός που περιβάλλεται από παντού από σκιά («ἐν τοῖς συσκίοις ἄλσεσιν», Αριστοτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το σύσκιο(ν)
τόπος πυκνά σκιασμένος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. πυκνή σκιά («τοῦ τε ἄγνού τὸ ὕψος καὶ τὸ σύσκιον πάγκαλον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σκιος (< σκιά), πρβλ. κατά-σκιος. Το επίθ. λειτουργεί ως υποχωρητ. παρ. του ρ. συσκιάζω.
Greek Monotonic
σύσκιος: -ον (σκιά), αυτός που καλύπτεται παντού από πυκνή σκιά, σκιερός, σε Ξεν.· σύσκιόν τι, μέρος που καλύπτεται από πυκνή σκιά, σκιερό μέρος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
σύσκιος: покрытый тенью, тенистый Xen., Arst., Plut., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύσκιος -ον [σύν, σκία] schaduwrijk; subst. τὸ σύσκιον dichte schaduw. Plat. Phaedr. 230b.
Middle Liddell
σύ-σκιος, ον, σκιά
closely shaded, thickly shaded, Xen.; σύσκιόν τι a closely-shaded place, Luc.