επίνοια: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπίνοια]])<br /><b>1.</b> [[σκέψη]], [[ιδέα]], [[γνώμη]] («οὐδ’ ἐπίνοιαν ποιήσασθαι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντίληψη]], [[ιδέα]] («πᾱσαν ἐπίνοιαν ἀτοπίας ὑπερβάλλειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ικανότητα]] να επινοεί [[κάποιος]], η [[εφευρετικότητα]] («oἶvov σὺ τολμᾷς είς ἐπίνοιαν λοιδορεῖν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εφεύρεση]], [[επινόημα]] («θαυμαστὰς ἐξευρίσκων ἐπινοίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πρόθεση]], [[σκοπός]], [[σχέδιο]] («τίν’ ἐπίνοιαν ἔσχεθες;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> δεύτερη [[σκέψη]] («ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατανόηση]] («κοινὴ [[ἐπίνοια]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> [[σημασία]], [[νόημα]] της λέξης<br /><b>7.</b> <b>(ψυχολ.)</b> [[αναπόληση]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «κατ’ ἐπίνοιαν» — [[κατά]] [[ιδέα]]<br />αντίθ. του «[[κατά]] περίπτωσιν» στους στωικούς<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ οἰκείων ἐπίνοιαι» — αυθόρμητα σχέδια <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>νοια</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>νοος</i> <span style="color: red;"><</span> [[νους]]].
|mltxt=η (AM [[ἐπίνοια]])<br /><b>1.</b> [[σκέψη]], [[ιδέα]], [[γνώμη]] («οὐδ’ ἐπίνοιαν ποιήσασθαι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντίληψη]], [[ιδέα]] («πᾶσαν ἐπίνοιαν ἀτοπίας ὑπερβάλλειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ικανότητα]] να επινοεί [[κάποιος]], η [[εφευρετικότητα]] («oἶvov σὺ τολμᾷς είς ἐπίνοιαν λοιδορεῖν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εφεύρεση]], [[επινόημα]] («θαυμαστὰς ἐξευρίσκων ἐπινοίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πρόθεση]], [[σκοπός]], [[σχέδιο]] («τίν’ ἐπίνοιαν ἔσχεθες;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> δεύτερη [[σκέψη]] («ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατανόηση]] («κοινὴ [[ἐπίνοια]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> [[σημασία]], [[νόημα]] της λέξης<br /><b>7.</b> <b>(ψυχολ.)</b> [[αναπόληση]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «κατ’ ἐπίνοιαν» — [[κατά]] [[ιδέα]]<br />αντίθ. του «[[κατά]] περίπτωσιν» στους στωικούς<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ οἰκείων ἐπίνοιαι» — αυθόρμητα σχέδια <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>νοια</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>νοος</i> <span style="color: red;"><</span> [[νους]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:07, 8 May 2022

Greek Monolingual

η (AM ἐπίνοια)
1. σκέψη, ιδέα, γνώμη («οὐδ’ ἐπίνοιαν ποιήσασθαι», Πολ.)
2. αντίληψη, ιδέα («πᾶσαν ἐπίνοιαν ἀτοπίας ὑπερβάλλειν», Πλούτ.)
αρχ.
1. η ικανότητα να επινοεί κάποιος, η εφευρετικότητα («oἶvov σὺ τολμᾷς είς ἐπίνοιαν λοιδορεῖν», Αριστοφ.)
2. εφεύρεση, επινόημα («θαυμαστὰς ἐξευρίσκων ἐπινοίας», Αριστοφ.)
3. πρόθεση, σκοπός, σχέδιο («τίν’ ἐπίνοιαν ἔσχεθες;», Ευρ.)
4. δεύτερη σκέψη («ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην», Σοφ.)
5. κατανόηση («κοινὴ ἐπίνοια», Πολ.)
6. σημασία, νόημα της λέξης
7. (ψυχολ.) αναπόληση
8. φρ. «κατ’ ἐπίνοιαν» — κατά ιδέα
αντίθ. του «κατά περίπτωσιν» στους στωικούς
9. φρ. «ἐξ οἰκείων ἐπίνοιαι» — αυθόρμητα σχέδια επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -νοια < -νοος < νους].