φιλοτεχνώ: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=φιλοτεχνῶ, -έω, ΝΜΑ [[φιλότεχνος]]<br />[[ασκώ]] την [[τέχνη]] μου με ζήλο και [[αγάπη]] («εἰς δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾱς καὶ Ἡφαίστου [[οἴκημα]] τὸ κοινόν, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] ή [[επεξεργάζομαι]] [[κάτι]] με πολλή [[τέχνη]], με [[δεξιοτεχνία]]<br /><b>2.</b> [[δημιουργώ]] ένα [[έργο]] τέχνης («τον ανδριάντα φιλοτέχνησε ο [[καλλιτέχνης]]...»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συζητώ]] για την [[τέχνη]], [[δείχνω]] [[ενδιαφέρον]] για την [[τέχνη]] («εὑρησιλογῶν καὶ φιλοτεχνῶν πρὸς τοὺς τορευτὰς καὶ τοὺς ἄλλους τεχνίτας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χρησιμοποιώ]] τεχνάσματα, πανουργίες («οἱ πολιουρκούμενοι πρὸς ἀλλήλους εἰώθασιν ἀντιμηχανᾱσθαι καὶ φιλοτεχνεῖν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επινοώ]], [[εφευρίσκω]]<br /><b>4.</b> (με απρμφ.) [[κατορθώνω]] με την [[τέχνη]] ώστε να... («ἐφιλοτέχνησαν [[πλῆθος]] ἰχθύων ἐν αὐτῇ ποιῆσαι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>φιλοτεχνοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(<b>για πράγμ.</b>) με ειδική [[επεξεργασία]] [[γίνομαι]] [[κατάλληλος]] για [[κάτι]] («[[στόμιον]]... πεφιλοτεχνημένον πρὸς ταύτην τὴν ὀξύτητα», <b>Διόδ.</b>).
|mltxt=φιλοτεχνῶ, -έω, ΝΜΑ [[φιλότεχνος]]<br />[[ασκώ]] την [[τέχνη]] μου με ζήλο και [[αγάπη]] («εἰς δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾱς καὶ Ἡφαίστου [[οἴκημα]] τὸ κοινόν, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] ή [[επεξεργάζομαι]] [[κάτι]] με πολλή [[τέχνη]], με [[δεξιοτεχνία]]<br /><b>2.</b> [[δημιουργώ]] ένα [[έργο]] τέχνης («τον ανδριάντα φιλοτέχνησε ο [[καλλιτέχνης]]...»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συζητώ]] για την [[τέχνη]], [[δείχνω]] [[ενδιαφέρον]] για την [[τέχνη]] («εὑρησιλογῶν καὶ φιλοτεχνῶν πρὸς τοὺς τορευτὰς καὶ τοὺς ἄλλους τεχνίτας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χρησιμοποιώ]] τεχνάσματα, πανουργίες («οἱ πολιουρκούμενοι πρὸς ἀλλήλους εἰώθασιν ἀντιμηχανᾶσθαι καὶ φιλοτεχνεῖν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επινοώ]], [[εφευρίσκω]]<br /><b>4.</b> (με απρμφ.) [[κατορθώνω]] με την [[τέχνη]] ώστε να... («ἐφιλοτέχνησαν [[πλῆθος]] ἰχθύων ἐν αὐτῇ ποιῆσαι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>φιλοτεχνοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(<b>για πράγμ.</b>) με ειδική [[επεξεργασία]] [[γίνομαι]] [[κατάλληλος]] για [[κάτι]] («[[στόμιον]]... πεφιλοτεχνημένον πρὸς ταύτην τὴν ὀξύτητα», <b>Διόδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 16:05, 28 July 2022

Greek Monolingual

φιλοτεχνῶ, -έω, ΝΜΑ φιλότεχνος
ασκώ την τέχνη μου με ζήλο και αγάπη («εἰς δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾱς καὶ Ἡφαίστου οἴκημα τὸ κοινόν, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. κατασκευάζω ή επεξεργάζομαι κάτι με πολλή τέχνη, με δεξιοτεχνία
2. δημιουργώ ένα έργο τέχνης («τον ανδριάντα φιλοτέχνησε ο καλλιτέχνης...»
αρχ.
1. συζητώ για την τέχνη, δείχνω ενδιαφέρον για την τέχνη («εὑρησιλογῶν καὶ φιλοτεχνῶν πρὸς τοὺς τορευτὰς καὶ τοὺς ἄλλους τεχνίτας», Πολ.)
2. χρησιμοποιώ τεχνάσματα, πανουργίες («οἱ πολιουρκούμενοι πρὸς ἀλλήλους εἰώθασιν ἀντιμηχανᾶσθαι καὶ φιλοτεχνεῖν», Πολ.)
3. επινοώ, εφευρίσκω
4. (με απρμφ.) κατορθώνω με την τέχνη ώστε να... («ἐφιλοτέχνησαν πλῆθος ἰχθύων ἐν αὐτῇ ποιῆσαι», Διόδ.)
5. παθ. φιλοτεχνοῦμαι, -έομαι
(για πράγμ.) με ειδική επεξεργασία γίνομαι κατάλληλος για κάτιστόμιον... πεφιλοτεχνημένον πρὸς ταύτην τὴν ὀξύτητα», Διόδ.).