προξενώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
Line 2: Line 2:
|mltxt=προξενῶ, -έω, ΝΜΑ [[πρόξενος]]<br />[[προκαλώ]] [[κάτι]], [[γίνομαι]] [[αίτιος]] να γίνει [[κάτι]] (α. «[[ξίφος]] έξω από τη [[θήκη]] / [[πλέον]] ανδρείαν σού προξενεί», <b>Σολωμ.</b><br />β. «ταύτην σοι τὴν εὐδαιμονίαν προξενοῡμεν», ΚΔ<br />γ. «οἱ ταύτην Καίσαρι τὴν τιμὴν προξενοῦν
|mltxt=προξενῶ, -έω, ΝΜΑ [[πρόξενος]]<br />[[προκαλώ]] [[κάτι]], [[γίνομαι]] [[αίτιος]] να γίνει [[κάτι]] (α. «[[ξίφος]] έξω από τη [[θήκη]] / [[πλέον]] ανδρείαν σού προξενεί», <b>Σολωμ.</b><br />β. «ταύτην σοι τὴν εὐδαιμονίαν προξενοῡμεν», ΚΔ<br />γ. «οἱ ταύτην Καίσαρι τὴν τιμὴν προξενοῦν
τες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συνιστώ]] κάποιον σε έναν [[άλλο]], [[δίνω]] καλές συστάσεις για κάποιον (α. «νὰ σὲ γιατρεύση, Δέσποτα, νὰ σὲ τὸν προξενήσω», Πρόδρ.<br />β. «ἐμεμφόμην αὐτῷ λέγων [[οἷον]] ἄνθρωπον προὐξένησέ μοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[πρόξενος]], έχω δικαιοδοσίες προξένου («[[οὔτε]] γὰρ προξενῶ τῶν ἀνδρῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] ως [[πρόξενος]] («[[τότε]] πρέσβεις δεῡρ' ἀφικνούμενοι καὶ σὺ προὐξένεις αὐτῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προστατεύω]], [[υποστηρίζω]] κάποιον («σοῡ μὲν ἐλθούσης χθόνα, πειράσομαί σου προξενεῖν, [[δίκαιος]] ὤν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συμβουλεύω]], [[δίνω]] οδηγίες σε έναν [[ξένο]] («ὦ φίλταθ', ὡς νῦν πᾱν τελοῦν
τες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συνιστώ]] κάποιον σε έναν [[άλλο]], [[δίνω]] καλές συστάσεις για κάποιον (α. «νὰ σὲ γιατρεύση, Δέσποτα, νὰ σὲ τὸν προξενήσω», Πρόδρ.<br />β. «ἐμεμφόμην αὐτῷ λέγων [[οἷον]] ἄνθρωπον προὐξένησέ μοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[πρόξενος]], έχω δικαιοδοσίες προξένου («[[οὔτε]] γὰρ προξενῶ τῶν ἀνδρῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] ως [[πρόξενος]] («[[τότε]] πρέσβεις δεῡρ' ἀφικνούμενοι καὶ σὺ προὐξένεις αὐτῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προστατεύω]], [[υποστηρίζω]] κάποιον («σοῡ μὲν ἐλθούσης χθόνα, πειράσομαί σου προξενεῖν, [[δίκαιος]] ὤν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συμβουλεύω]], [[δίνω]] οδηγίες σε έναν [[ξένο]] («ὦ φίλταθ', ὡς νῦν πᾱν τελοῦν
τι προξένει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δίνω]] την [[ευκαιρία]], [[παρέχω]] τη [[δυνατότητα]] σε κάποιον («καὶ ὁ [[θεός]] δι' εὐμένειαν προξενεῑ μοι... καταλῡσαι τὸν βίον», <b>Ξεν.</b>).
τι προξένει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δίνω]] την [[ευκαιρία]], [[παρέχω]] τη [[δυνατότητα]] σε κάποιον («καὶ ὁ [[θεός]] δι' εὐμένειαν προξενεῖ μοι... καταλῡσαι τὸν βίον», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:58, 27 May 2022

Greek Monolingual

προξενῶ, -έω, ΝΜΑ πρόξενος
προκαλώ κάτι, γίνομαι αίτιος να γίνει κάτι (α. «ξίφος έξω από τη θήκη / πλέον ανδρείαν σού προξενεί», Σολωμ.
β. «ταύτην σοι τὴν εὐδαιμονίαν προξενοῡμεν», ΚΔ
γ. «οἱ ταύτην Καίσαρι τὴν τιμὴν προξενοῦν τες», Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
συνιστώ κάποιον σε έναν άλλο, δίνω καλές συστάσεις για κάποιον (α. «νὰ σὲ γιατρεύση, Δέσποτα, νὰ σὲ τὸν προξενήσω», Πρόδρ.
β. «ἐμεμφόμην αὐτῷ λέγων οἷον ἄνθρωπον προὐξένησέ μοι», Δημοσθ.)
αρχ.
1. είμαι πρόξενος, έχω δικαιοδοσίες προξένου («οὔτε γὰρ προξενῶ τῶν ἀνδρῶν», Δημοσθ.)
2. ενεργώ ως πρόξενοςτότε πρέσβεις δεῡρ' ἀφικνούμενοι καὶ σὺ προὐξένεις αὐτῶν», Δημοσθ.)
3. προστατεύω, υποστηρίζω κάποιον («σοῡ μὲν ἐλθούσης χθόνα, πειράσομαί σου προξενεῖν, δίκαιος ὤν», Ευρ.)
4. συμβουλεύω, δίνω οδηγίες σε έναν ξένο («ὦ φίλταθ', ὡς νῦν πᾱν τελοῦν τι προξένει», Σοφ.)
5. δίνω την ευκαιρία, παρέχω τη δυνατότητα σε κάποιον («καὶ ὁ θεός δι' εὐμένειαν προξενεῖ μοι... καταλῡσαι τὸν βίον», Ξεν.).